Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπροσφορά η [andiprosforá] Ο24 : προσφορά που γίνεται με στόχο την αντιμετώπιση της προσφοράς ενός άλλου.
[λόγ. αντι- + προσφορά μτφρδ. αγγλ. counter-offer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπροσφορά [andiprosforá] η, (L)
- giving or offering in turn or in compensation, counteroffer:
- προσφορά και ~ |
- ο Kάιζερ γνώριζε τις παχυλές αντιπροσφορές των συμμάχων |
- καμιά ~ μιας μέλλουσας αιωνιότητας δε μας αποζημιώνει για το χαμό μιας ερωτικής και αισθησιακής πανδαισίας (Tsatsos) |
- ο Kαβάφης απαιτεί σε μέγιστο βαθμό την ~ του αναγνώστη (Chatzinis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπροσφορά, cpd w. προσφορά]
- giving or offering in turn or in compensation, counteroffer: