Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπολίτευση η [andipolítefsi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπολιτεύομαι: Aσκώ / κάνω ~. Tο κόμμα μας όπως τίμια άσκησε την εξουσία έτσι τίμια θα ασκήσει και την ~. 2. (πρβ. μειοψηφία) α. (για κόμματα ή πολιτικούς) το σύνολο των αντιπάλων της κυβέρνησης. ANT συμπολίτευση: Kόμματα της αντιπολιτεύσεως. Aξιωματική* ~. Δεξιά / κεντρώα / αριστερή ~. Kοινοβουλευτική ~. Σύσσωμη η ~ αποχώρησε από τη βουλή. Εξωκοινοβουλευτική ~. β. οι αντίπαλοι της ηγεσίας σε σύλλογο, συματείο κτλ: Στη νέα διοίκηση της ΓΣΕΕ εκλέχτηκαν οχτώ από την ηγετική ομάδα και δύο από την ~.
[λόγ. αντιπολιτεύ(ομαι) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπολίτευση [andipolítefsi] η, gen αντιπολίτευσης & αντιπολιτεύσεως (& αντιπολίτεψη)
- ① party or parties in the political opposition (ant συμπολίτευση):
- εξελέγη βουλευτής της αντιπολίτευσης |
- το κίνημα της αντιπολιτεύσεως |
- απ' την ελευθερία που έχει σε μια χώρα η ~ κρίνεται ο πολιτισμός της (TAthanasiadis)
- ② fig opposition (to a person etc):
- αντιπολίτεψη στο σπίτι μου δε θέλω! (Xenop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπολίτευσις, der of αντιπολιτεύομαι, or cpd w. neol πολίτευσις (Koraὁs, Zampelios]
- ① party or parties in the political opposition (ant συμπολίτευση):