Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιποιητικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιποιητικός -ή -ό [andipiitikós] Ε1 : που δεν είναι ποιητικός: Aντιποιητική γλώσσα / έκφραση / λέξη / εικόνα. Mια αντιποιητική μετάφραση ενός ποιητικού έργου. Aντιποιητική εποχή / κοινωνία. αντιποιητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + ποιητικός μτφρδ. γαλλ. antipoétique < anti- = αντι- + poétique = ποιητικός (διαφ. το μσν. αντιποιητικός `που επιδιώκει΄, σύγκρ. αντιποίηση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιποιητικός, -ή, -ό [andipiitikós] (L)
  • ① opposed to poetry, antipoetic:
    • αντιποιητική εποχή, κοινωνία |
    • αντιποιητικά χρόνια |
    • αντιποιητικό περιβάλλον |
    • ζούμε σε έναν αντιποιητικό και αντιπνευματικό αιώνα |
    • το αντιποιητικό πνεύμα του καιρού μας |
    • με τ' όνομα μαλλιαρισμός βάφτισε ένας πρόστυχος καιρός αντιποιητικότατος κάθε τι που είχε ή ήθελε να κάνει φτερά (Thrylos)
  • ② not poetic, unpoetic (near-syn πεζός, ant ποιητικός):
    • στιχούργημα ξερό και αντιποιητικό |
    • ~ καθαρευουσιανισμός, ρεαλισμός |
    • αντιποιητική γλώσσα, συμβατικότητα |
    • αντιποιητικό θέμα, όνομα, στοιχείο |
    • τ' αντιποιητικά χαρακτηριστικά της εποχής μας |
    • πεζή και αντιποιητική απόδοση ενός αρχαίου κειμένου |
    • τα πράγματα γίνονται ποιητικά ή αντιποιητικά από κείνον που εμπνέεται απ' αυτά σύμφωνα με την ποιητική του δύναμη ή αδυναμία (Palam) |
    • και η ποιητικότερη ποίηση εξοντώνεται από μια αντιποιητική απαγγελία (Athanasiadis-N) |
    • αντιποιητικό είναι εκείνο που η ηθική αναγνωρίζει κακό και η αισθητική άσχημο (id.)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιποιητικός, cpd w. ποιητικός; cf PatrG (7th c. AD) ἀντιποιητικός 'striving after']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες