Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιποίηση
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιποίηση η [andipíisi] Ο33 : (νομ.) οικειοποίηση και συνήθ. χρησιμοποίηση ενός αντικειμένου χωρίς να υπάρχει σχετικό νόμιμο δικαίωμα: ~ τίτλου / στολής / δικαιώματος / εξουσίας. ~ επαγγέλματος, άσκησή του από πρόσωπο που δε διαθέτει τα νόμιμα προσόντα. Kαταδικάστηκε για ~ αρχής, γιατί παρουσιαζόταν ως αστυνομικός και έκανε έλεγχο ταυτοτήτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀντιποίη(σις) `απαίτηση΄ -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιποίηση1 [andipíisi] η, (L)
  • antipoetry:
    • η ψυχή του όχλου, η ξαδιάντροπη επιμονή στο πεζό, η αντίχριστη ~ (Palam) |
    • τούβλα, κεραμίδια, τσιμέντα, ξυλεία - η ενσαρκωμένη ~ (Karantonis)

[fr kath (neol) αντιποίησις, cpd w. ποίησις]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιποίηση2 [andipíisi] η, (& kath αντιποίησις) gen αντιποιήσεως (L) law
  • exercise of authority, practicing of a profession etc, or bearing the insignia of such authority, office or profession, by individual not so empowered:
    • ~ αρχής, εξουσίας, επαγγέλματος |
    • καθαιρεμένοι κληρικοί που ιερουργούν διαπράττουν το αδίκημα της αντιποιήσεως υπηρεσίας λειτουργού της ορθόδοξης εκκλησίας |
    • μας κατηγορούν για ~ καθηκόντων |
    • αντιποίησις στολής unauthorized wearing of a uniform

[fr kath αντιποίησις ← K (1st c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες