Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπλημμυρικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπλημμυρικός -ή -ό [andiplimirikós] Ε1 : που εμποδίζει τις πλημμύρες ή προστατεύει από τις καταστρεπτικές τους συνέπειες: Aντιπλημμυρικά έργα / αναχώματα / φράγματα.

[λόγ. αντι- + πλημμύρ(α) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπλημμυρικός, -ή, -ό [andiplimirikós] (L)
  • used to check floods, flood controlling:
    • αντιπλημμυρική τάφρος |
    • αντιπλημμυρική υδατοδεξαμενή flood control reservoir |
    • τα αντιπλημμυρικά και αρδευτικά έργα είναι απαραίτητα για την αύξηση της παραγωγικότητας της γης

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπλημμυρικός, cpd w. *πλημμυρικός, der of πλημμύρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες