Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπληθωριστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπληθωριστικός -ή -ό [andipliθoristikós] Ε1 : (οικον.) που έχει σχέση με την καταπολέμηση του πληθωρισμού: Aντιπληθωριστικά μέτρα / κίνητρα.

[λόγ. αντιπληθωρ(ισμός) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. anti-inflationniste (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπληθωριστικός, -ή, -ό [andipliθoristikós] (L)
  • combating inflation, anti-inflationary (syn αντιπληθωρικός, ant πληθωριστικός):
    • αντιπληθωριστική πολιτική |
    • αντιπληθωριστικές τάσεις |
    • αντιπληθωριστικό πρόγραμμα |
    • έμποροι και βιομήχανοι είναι όλοι κατά των αντιπληθωριστικών μέτρων

[cpd w. πληθωριστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες