Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιπηκτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιπηκτικός -ή -ό [andipiktikós] Ε1 : που εμποδίζει ή επιβραδύνει την πήξη: Aντιπηκτικές ουσίες / μέθοδοι. α. (μηχανολ.) Aντιπηκτικό υγρό και ως ουσ. το αντιπηκτικό, υγρό που προστίθεται σε έναν υδρόψυκτο κινητήρα για να μειώσει το σημείο πήξεως του νερού. β. (ιατρ.) που εμποδίζει την πήξη του αίματος: Aντιπηκτικό φάρμακο και ως ουσ. το αντιπηκτικό. Aντιπηκτική θεραπεία. || (βιοχημ.): Aντιπηκτικές πρωτεΐνες.

[λόγ. αντι- + πηκτικός μτφρδ. γαλλ. anticoagulant (anti- = αντι-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιπηκτικός, -ή, -ό [andipiktikós]
  • ① (L) chem, car lowering the freezing point of a liquid (syn αντιψυκτικός)
  • ② med & pharm anticoagulant, anticoagulative (syn αντιθρομβωτικός):
    • αντιπηκτική θεραπεία |
    • αντιπηκτικό φάρμακο |
    • η βιταμίνη E έχει φυσικές αντιπηκτικές ιδιότητες

[fr kath (neol) αντιπηκτικός, cpd w. πηκτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες