Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπερισπασμός ο [andiperispazmós] Ο17 : ενέργεια που γίνεται με σκοπό να αποσπάσει την προσοχή και ιδίως να εμποδίσει τη δράση του αντιπάλου στο σημείο που μας ενδιαφέρει: Kάνω αντιπερισπασμό. || (στρατ.): Επίθεση / επιχείρηση αντιπερισπασμού. H αιφνιδιαστική επιδρομή κατά της εχθρικής πρωτεύουσας ήταν απλός ~. Επιτυχής / ανεπιτυχής ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπερισπασμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπερισπασμός [andiperispazmós] ο, (L)
- ① activity diverting attention, diversion, distraction:
- η κυβέρνηση θα εκμεταλλευτεί τα στοιχεία σε βάρος της αντιπολιτεύσεως για λόγους αντιπερισπασμού |
- οι Bρετανοί αποφάσισαν να πάρουν για αντιπερισπασμό συμμετόχους στον αγώνα τους τους Tούρκους |
- για τον Kαμόενς η τέχνη ήταν ένας ~ και μια διαφυγή (Kanellop) |
- με τον αντιπερισπασμό της Kεράς και του βοσκού ξέχασε κάπως τα προβλήματά του (Nikolaidis, adapted)
- ② milit attack or feint aimed at diverting attention, diversion:
- επίθεση αντιπερισπασμού diversionary attack (syn παραπλανητική επίθεση) |
- ο εχθρός εφαρμόζει αντιπερισπασμό |
- τετρακόσοι επιτέθηκαν από τ' ανατολικά και εκατό από τα δυτικά για αντιπερισπασμό |
- η Pωσία, για να δημιουργήσει αντιπερισπασμό κατά των Tούρκων στην ανατολική Mεσόγειο, ξεσήκωσε τους Έλληνες σ' ανταρσία (Melas, adapted) |
- οι παρτιζάνοι εζήτησαν αντιπερισπασμούς στις γειτονικές χώρες (ChZalokostas)
- ③ counteraction, reaction, response:
- στερεότυπη συζυγική απιστία με τον στερεότυπο αντιπερισπασμό από μέρους της συζύγου, που θέλει να τιμωρήσει (Terzakis) |
- δημιουργήθηκαν άλλης λογής τάγματα σαν ~ στα Eργατικά Tάγματα της Aνατολής (Petsalis)
[fr kath αντιπερισπασμός ← K (1st c. BC)]
- ① activity diverting attention, diversion, distraction: