Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπαροχή η [andiparoxí] Ο29 : α.(λόγ.) παροχή που γίνεται ως ανταπόδοση άλλης παροχής. β. (νομ.) Σύμβαση οικοδομήσεως με ~, σύμφωνα με την οποία ο κατασκευαστής της οικοδομής δίνει ένα τμήμα της στον ιδιοκτήτη του οικοπέδου. || (προφ.) το τμήμα της οικοδομής που παίρνει ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου με βάση την παραπάνω σύμβαση: Έδωσε για χτίσιμο το οικόπεδό του και πήρε ~ τρία διαμερίσματα.
[λόγ. < αρχ. ἀντι(παρέχω) -παροχή κατά το σχ.: παρέχω - παροχή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαροχή [andiparo í] η, (L)
- ① sth supplied in exchange for services etc, return, recompense:
- οικονομικές αντιπαροχές |
- δεν υπάρχει παροχή που να μην επιβάλλει την ~ |
- οι γερμανικές αντιπροτάσεις και αντιπαροχές |
- η Eλλάς περίμενε την Kύπρο σαν ~ στην παροχή της |
- το κράτος ζητάει μόνο πειθαρχία και θυσίες χωρίς τη στοιχειώδη ~, την ισονομία (Papanoutsos) |
- αρνούμαι προκαταβολικά τις αντιπαροχές σου για την εκδούλευση που μου ζητάς (Karagatsis)
- ② phr δίνω με ~ an agreement between a lot owner and an architect, construction company etc (whereby the former transfers to the latter his lot for the construction of an apartment building and is given ownership of a number of apartments in return, in proportion to the value of the lot):
- θα δώσεις τα οικόπεδά σου με ~ και θα σου δώσουν, ανάλογα με τη θέση τους, ένα ή περισσότερα διαμερίσματα
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπαροχή, cpd w. παροχή; cf AG ἀντιπαρέχω 'furnish in return']
- ① sth supplied in exchange for services etc, return, recompense: