Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπαραγωγικός -ή -ό [andiparaγojikós] Ε1 : που δε συντελεί στην παραγωγή ή που τη δυσκολεύει: Aντιπαραγωγικές επενδύσεις / εργασίες.
αντιπαραγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + παραγωγικός μτφρδ. αγγλ. counterproductive]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαραγωγικός, -ή, -ό [andiparaγoyikós] (L)
- counterproductive (ant παραγωγικός):
- αντιπαραγωγική νοοτροπία |
- αντιπαραγωγικά έξοδα |
- αντιπαραγωγική και στείρα σκέψη |
- για την πληρωμή των εισφορών στα ασφαλιστικά ταμεία χρειάζονται πολλές αντιπαραγωγικές φροντίδες και δαπάνες (PSolomos) |
- για μια οικονομία υποανάπτυκτη όπως η δική μας το πρόβλημα να μειωθούν οι αντιπαραγωγικές επενδύσεις μπαίνει επιτακτικό (Zachareas)
[fr kath (neol) αντιπαραγωγικός, cpd w. kath παραγωγικός]
- counterproductive (ant παραγωγικός):