Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπαραβολή η [andiparavolí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπαραβάλλω1: H ~ των τυπογραφικών δοκιμίων με το χειρόγραφο κείμενο.
[λόγ. < αρχ. ἀντιπαραβολή]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαραβολή [andiparavolí] η, (L)
- ① act of comparing and contrasting, comparison (syn παραβολή, αντιπαράθεση 2):
- ~της ντόπιας ζωής με την ξένη |
- ~ δύο παρομοιώσεων |
- ~ εσόδων και εξόδων |
- γόνιμη ~ |
- η ~ της Kοινής και νέας ελληνικής γίνεται με νέα δεδομένα |
- ο άνθρωπος αντικρύζει τα εξωτερικά φαινόμενα και η πρώτη ~ που κάνει είναι προς τον εαυτό του (Lambridi) |
- η φύση της αληθινής σάτιρας είναι η άμεση ~ του υψηλού προς το ευτελές (Melas) |
- η πολιτική ιδεολογία του Mωρράς εμφανίζει βασικές αδυναμίες στην ~ της με αντίστοιχες θεωρίες αρχαίων συγγραφέων (Despotop) |
- ο υποκορισμός έχει μεγαλύτερη απηχητική χρήση στα νέα ελληνικά σε ~ με άλλες γλώσσες (Stathis)
- ② verification of the fidelity (of a text) to the original, comparison, collation:
- ~ ενός κειμένου με το πρωτότυπο |
- μια απλή ~ της Σύμβασης της Pώμης προς τα προσαγόμενα επίσημα κείμενα (Christidis)
[fr kath αντιπαραβολή ← K, AG]
- ① act of comparing and contrasting, comparison (syn παραβολή, αντιπαράθεση 2):