Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπαραβάλλω [andiparaválo] -ομαι Ρ (βλ. παραβάλλω) : 1.παραβάλλω, συγκρίνω κτ. με κτ. άλλο, συνήθ. για να βρω τις διαφορές τους: ~ ένα αντίγραφο με το πρωτότυπο. 2. (σπάν.) αντιπαραθέτω1.
[λόγ. < αρχ. ἀντιπαραβάλλω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαραβάλλω [andiparaválo] prp αντιπαραβάλλοντας, aor subj αντιπαραβάλω, mediop αντιπαραβάλλομαι, aor subj αντιπαραβληθώ (L)
- ① compare and contrast (syn παραβάλλω, αντιπαραθέτω 2):
- οι Έλληνες αντιπαραβάλλουν τα ξένα έθιμα με τα δικά τους |
- δεν μπορούμε ν' αντιπαραβάλουμε αντικειμενικά έναν πόνο με μια ηδονή |
- δυο ανθρώπινοι τύποι αντιπαραβάλλονται στην εναρκτήρια σκηνή του έργου |
- η στιχουργική δημιουργία του K. είναι σημαντική αν αντιπαραβληθεί με το ποιητικό κενό των αιώνων του Bυζαντίου (Kanellop) |
- η φιλοσοφική παιδεία αντιπαραβάλλει το νόημα της κλασικότητας με τ' άλλα πνεύματα της ιστορίας (Theodorakop) |
- ο αληθινός σατιρικός ποιητής εξορκίζει το άσκημο, το φαύλο, το ανόητο αντιπαραβάλλοντάς το άμεσα με τ' όμορφο και το αληθινό (Melas) |
- ο γήινος και πρακτικός Zορμπάς αντιπαραβάλλεται με τον πνευματικό άνθρωπο για να τον υποσκελίσει (Chatzinis)
- ② verify the fidelity (of a text) to the original, compare, collate:
- έβαλε μπροστά του δυο χαρτιά να τα αντιπαραβάλει
- ③ measure o.s. against, compare w., rival:
- ο Φρειδερίκος της Πρωσίας φιλοδόξησε να αντιπαραβληθεί με τον Mακιαβέλι |
- ο Bενιζέλος ήταν ο μόνος πολιτικός που συλλογιζότανε σοβαρά να αντιπαραβληθεί με τον Mεταξά (Seferis)
[fr kath αντιπαραβάλλω ← K, PatrG, AG]
- ① compare and contrast (syn παραβάλλω, αντιπαραθέτω 2):