Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπαράσταση η [andiparástasi] Ο33 : (νομ.) ταυτόχρονη παρουσία και εξέταση σε νομική διαδικασία (δίκη, ανάκριση κτλ.) δύο ή περισσότερων από τα πρόσωπα (διάδικοι, κατηγορούμενος, μάρτυρας) που αυτή αφο ρά: Εξέταση / ανάκριση κατ΄ ~. Ο κατηγορούμενος προσποιήθηκε ότι δε γνωρίζει το συνεργάτη του, όταν τους έφεραν σε ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαράστα(σις) `απάντηση σε αντίρρηση΄ -ση σημδ. γαλλ. confrontation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαράσταση [andiparástasi] η, (L)
- ① law confrontation (syn αντιμωλία):
- ~ μαρτύρων |
- εξέταση σε ~
- ② meeting, confrontation:
- θα χρησίμευε πολύ μια ~ με τον πατέρα σου |
- η συμβολική ~ του ιερού και του βέβηλου έρωτα στο πρόσωπο των δύο γυναικών |
- στο μουσείο της Bασιλείας μπορούμε να εκτιμήσουμε, σε ~ μεταξύ τους, τα πνεύματα των δύο ζωγράφων (Kanellop) |
- στη συγκλονιστική ~ με το πρόσωπο του θεού καταλαβαίνουμε την αξία του λογοτέχνη (Chatzinis)
- ③ contrast, opposition:
- άμεση ~ του φυσικού με το τεχνητό |
- τι περίεργη ~δύο αδερφάδων |
- η ευτυχία της μιας είναι να θεωρεί και της άλλης να ενεργεί (Palam, adapted) |
- τα γοτθικά οικοδομήματα στην Kύπρο έρχονται σε ωραία ~ με τη μεσογειακή παράδοση (Kanellop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντιπαράστασις, cpd w. παράστασις; cf LK, PatrG ἀντιπαράστασις 'counter-objection, rejoinder']
- ① law confrontation (syn αντιμωλία):