Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπαλεύω [andipalévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) 1. αγωνίζομαι, προσπαθώ. 2. αντιμετωπίζω κπ. ή κτ.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαλ(αίω) μεταπλ. -εύω για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το παλεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαλεύω [andipalévo] aor subj αντιπαλέψω
- ① struggle or fight w. or against, contend (syn ανταγωνίζομαι, αντιπαλαίω 1, αντιμάχομαι 1):
- η λύπη αντιπαλεύει με τη χαρά |
- ο μύθος αντιπαλεύει με το λόγο |
- ο αγρότης αντιπαλεύει καθημερινά με την πραγματικότητα της δύσκολης ζωής του |
- τα επιτιθέμενα τμήματα αντιπάλευαν με συνθήκες υπερβολικά δύσκολες (Terzakis) |
- η σημειολογία στα πρώτα της βήματα είχε ν' αντιπαλέψει με αναπόφευκτες δυσκολίες (Dizikirikis) |
- τα ρεύματα της μετακλασικής εποχής σμίγουν με το χριστιανικό και αντιπαλεύουν αιώνες μαζί του (Theodorakop) |
- poem .. μια μνήμη ορθή | που αντιπαλεύει μ' ένα θάνατο από ομίχλη (Geralis) |
- κι απ' το ιερό μια φλόγα .. | μονάχη με τον ήσκιο αντιπαλεύει (Agras)
- ② fight back, resist (in physical struggle):
- poem .. ντροπή μάς απαντέχει, | αν Aχαιός κανείς τον Έχτορα δε βγει ν' αντιπαλέψει (Homer Il 7.98 Kaz-Kakr) |
- ναι· αλλά τώρα αντιπαλεύει | κάθε τέκνο σου με ορμή (Solom) |
- παύει το σώμα στο ρεύμα ν' αντιστέκεται, | το στήθος μας της άμπωτης ν' αντιπαλεύει (Melissanthi)
- ⓐ fig fight back, resist (an idea etc):
- ~ τις προκαταλήψεις |
- όσο άγρια κι αν κτυπά η μοίρα τους ανθρώπους, υπάρχουν μέσα τους δυνάμεις που αντιπαλεύουν (Thrylos) |
- το πανί ήταν η επινόηση του ανθρώπου ν' αντιπαλέψει με τα στοιχεία (Zappas) |
- ακόνισε τη σκέψη σου με την ξένη σκέψη, αντιπαλεύοντάς την (Kakridis)
- ③ intr contend, conflict, fight (syn in αντιπαλαίω 2):
- οι άνεμοι αντιπαλεύουν |
- η τύχη και η τάξη, το τυχαίο και η λογική αντιπαλεύουν (Evelpidis) |
- όταν δύο δυνάμεις του ίδιου ποιού αντιπαλεύουν, κάποια τρίτη πρέπει να επέμβει και να βεβαιώσει στη μια ή την άλλη το δικαίωμα της νίκης (Papanoutsos)
[cpd w. παλεύω]
- ① struggle or fight w. or against, contend (syn ανταγωνίζομαι, αντιπαλαίω 1, αντιμάχομαι 1):