Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπαθώ [antipaθó] Ρ10.9α : αισθάνομαι αντιπάθεια για κπ. ή για κτ. ANT συμπαθώ: ~ τη σχολαστικότητα / την τεμπελιά. Tον αντιπάθησα πολύ, όταν τον είδα να δέρνει τα παιδιά του.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπαθῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπαθώ [andipaθó] αντιπαθεί, ipf αντιπαθούσα, aor αντιπάθησα (subj αντιπαθήσω) (L)
- dislike intensely, detest (syn απεχθάνομαι, ant συμπαθώ):
- τον ~ ιδιαιτέρως |
- αντιπαθεί τα παράπονα |
- αντιπαθεί να εργάζεται |
- με έκανε ν' αντιπαθήσω την επιστήμη |
- συμπαθούμε ή αντιπαθούμε τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος σαν αληθινούς ανθρώπους |
- ο ασκητισμός είναι η μορφή που παίρνει η αρετή, όταν αντιπαθήσει την κοινωνία (Papantoniou) |
- ο Γκαίτε αντιπαθούσε την εφημερίδα "γιατί υπηρετεί το εφήμερο" (Athanasiadis-N) |
- ο βασιλιάς δεν μπορεί ν' αντιπαθεί φανερά πρόσωπα που έχουν την εμπιστοσύνη του λαού (Christidis EΣ) |
- ο Δάντης ρίχνει όλους τους οχτρούς του και όλα τα πρόσωπα που αντιπαθούσε στήν κόλαση (Dizikirikis) |
- οι αμύητοι αντιπαθούν την καραβήσια μυρουδιά (GMangakis)
[fr MG αντιπαθώ ← K, PatrG]
- dislike intensely, detest (syn απεχθάνομαι, ant συμπαθώ):