Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιπάθεια η [andipáθia] Ο27 : συναίσθημα που χαρακτηρίζεται από κακή διάθεση για κπ. ή κτ., η οποία όμως δε φτάνει ως την εχθρότητα. ANT συμπάθεια: Aισθάνομαι / νιώθω ~ για κπ. / για το ψέμα / για την υποκρισία. Προκαλώ / κινώ την ~ των άλλων με την κακή μου συμπεριφορά. Yπάρχει μεταξύ τους έντονη ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιπάθεια, αρχ. σημ.: `το να πάσχεις αντίστοιχα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιπάθεια [andipáθia] η,
- firm and strong dislike, aversion, repugnance, antipathy (syn απέχθεια, αποστροφή, near-syn εχθρότητα) ακατανίκητη, αμοιβαία, παράλογη, προσωπική ~:
- αισθήματα περιφρόνησης και αντιπάθειας |
- ~ προς τη θεωρητική φιλοσοφία |
- ~ κατά των κληρικών |
- τρέφει ~ για την τέχνη |
- γεννούσε, προκαλούσε την ~ |
- καμιά ~ δεν είχε ο ένας για τον άλλο |
- έκαμα ό,τι μπορούσα να νικήσω βαθιές αντιπάθειες, να δώσω νόημα σε όσα είδαν τα μάτια μου (Kazantz) |
- σε πολλές περιπτώσεις ο Σπύρος Mελάς φανέρωσε την αντιπάθειά του στην θεωρία του Tαιν (Chatzinis) |
- οι ρομαντικοί δείχνουν ~ για την τεχνική και τους κανόνες (Dizikirikis)
- ⓐ an instance of dislike or aversion:
- ο δείνα είναι η αντιπάθειά μου so-and-so is the person I dislike the most |
- οι πανηγυρικοί είναι από τις μεγάλες μου αντιπάθειες |
- ο Παναγιώτης δεν είχε ένα μόνο τρόμο ή μια ~, αλλά έμενε μακριά απ' όλους μας (Charis) |
- η εντατική δουλειά μού απόφερε μερικές ικανοποιήσεις .. και αρκετές σταθερές αντιπάθειες (Christidis) |
- ο Παράσχος δονείται αδιάκοπα από συμπάθειες και αντιπάθειες, από αγάπες .. κι από εχθρότητες (Chatzinis) |
- οι καυστικές σάτιρες του Σούτσου προκάλεσαν αντιπάθειες κ' επιθέσεις (Sachinis)
[fr MG αντιπάθεια ← K (modern sense in 2nd c. AD), AG]
- firm and strong dislike, aversion, repugnance, antipathy (syn απέχθεια, αποστροφή, near-syn εχθρότητα) ακατανίκητη, αμοιβαία, παράλογη, προσωπική ~: