Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιολισθητικός -ή -ό [andiolisθitikós] Ε1 : που προστατεύει από το γλίστρημα: ~ τάπητας. Aντιολισθητικές αλυσίδες, που τοποθετούνται στα λάστιχα του αυτοκινήτου για να εμποδίζουν το γλίστρημα σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο: Λόγω των χιονοπτώσεων τα αυτοκίνητα στο επαρχιακό δίκτυο του νομού κινούνται μόνο με αντιολισθητικές αλυσίδες.
[λόγ. αντι- + ολισθητικός μτφρδ. γαλλ. antidérapant ή αγγλ. antiskid (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιολισθητικός, -ή, -ό [andiolisθitikós] (L)
- designed to prevent or minimize skidding, non-skid:
- αντιολισθητική άσφαλτος |
- αντιολισθητικές αλυσίδες tire chains |
- αντιολισθητική επιφάνεια non-skid tread
[fr kath (neol) αντιολισθητικός, cpd w. ολισθητικός]
- designed to prevent or minimize skidding, non-skid: