Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιοικονομικά [andiikonomiká] adv (L)
- ① in a manner detrimental to the economy:
- ο εθνικός μηχανισμός λειτουργεί ~ και αντικοινωνικά (Angelop)
- ② uneconomically (ant οικονομικά):
- η εκμετάλλευση της γης γινόταν ~ (id.)
[der of αντιοικονομικός]
- ① in a manner detrimental to the economy: