Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιξοότητα η [andiksoótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντίξοου. || (πληθ.) οι αντίξοες περιστάσεις: Tον γέρασαν πρόωρα οι αντιξοότητες της ζωής.
[λόγ. αντίξο(ος) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιξοότητα [andiksoótita] η, usu pl αντιξοότητες οι, (L)
- adversity, difficulty (syn δυσκολία, δυσχέρεια, εναντιότητα, αναποδιά):
- οι αντιξοότητες της μοίρας, της ζωής, του έρωτα |
- η ~ των καιρών |
- ακατάβλητη αντίσταση προς κάθε ~ |
- πάλεψε σκληρά με χίλιες δυο αντιξοότητες |
- η προθυμία για την θυσία εξανεμίζεται με τις πρώτες αντιξοότητες |
- η δημοτική, παρ' όλες τις αντιξοότητες, οδεύει σιγά-σιγά προς μια ιδεατή ενότητα (Kakridis) |
- ο πραγματικά μεγάλος ηγέτης αναφαίνεται στις μεγάλες δυσκολίες κι αντιξοότητες (Stasinop)
[fr kath (neol) αντιξοότης, der of αντίξοος]
- adversity, difficulty (syn δυσκολία, δυσχέρεια, εναντιότητα, αναποδιά):