Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιμόνιο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμόνιο το [andimónio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : στερεό χημικό στοιχείο που ανήκει στα αμέταλλα: Kρυσταλλικό / ορυκτό ~. Ενώσεις / ιδιότητες του αντιμονίου.

[λόγ. < μσνλατ. antimon(ium) -ιον ή μέσω του ιταλ. antimonio αραβ. προέλ. (πρβ. μσν. αντεμόνιον)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμόνιο [andimónio] το, (L) chem
  • antimony, stibium (Sb):
    • κράμα από κασσίτερο και ~ argentine metal |
    • η Kίνα είναι το πλουσιότερο κράτος σε κοιτάσματα από τουγκστένιο και ~ (Evelpidis) |
    • ο Kρυστάλλης χτίκιαζε από το ~ ενός τυπογραφείου (Melas) |
    • τον πείραξε, τον τάραξε, τον έφαγε το ~ |
    • είναι κίτρινος από το ~

[fr kath αντιμόνιον (neol Koumanoudis) ← MLat antimonium (cf Fr antimoine, Eng antimony)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμονιούχος, -ος, -ο [andimoniúxos] (L) chem
  • antimonial, stibial:
    • αντιμονιούχο κάλιο potassium antimonial tartrate, tartar emetic |
    • ~μόλυβδος antimonial lead

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιμονιούχος, der of αντιμόνιον & combin. form -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες