Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμονοπωλιακός -ή -ό [andimonopoliakós] Ε1 : α.που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς τα μονοπώλια: ~ νόμος. β. που είναι αντίθετος ή εχθρικός προς το μονοπωλιακό καπιταλισμό: Aντιμονοπωλιακή κυβέρνηση. Aντιμονοπωλιακή, αντιιμπεριαλιστική πολιτική.
αντιμονοπωλιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + μονοπωλιακός μτφρδ. αγγλ. antitrast (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμονοπωλιακός, -ή, -ό [andimonopoliakós] (L)
- antimonopolistic, anti-monopoly (ant μονοπωλιακός):
- αντιμονοπωλιακή πολιτική |
- είναι απαραίτητη η αντιμονοπωλιακή τοποθέτηση, διότι μόνον μέσω αυτής θα τροποποιηθεί βαθιά η οικονομική και κοινωνική διάρθρωση της χώρας (Zachareas)
[fr kath, cpd w. μονοπωλιακός]
- antimonopolistic, anti-monopoly (ant μονοπωλιακός):