Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιμοναρχικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμοναρχικός -ή -ό [andimonarxikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός στο μονάρχη και ιδίως στο θεσμό της μοναρχίας· (πρβ. αντιβασιλικός). ANT φιλομοναρχικός: H αντιμοναρχική παράταξη / συνωμοσία. Aντιμοναρχικές διαδηλώσεις. αντιμοναρχικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. anti monarchique < anti- = αντι- + monarchique = μοναρχικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμοναρχικός1 [andimonarçikós] ο, (L)
  • antimonarchist (ant μοναρχικός1):
    • ένας μανιασμένος ~ μιλούσε κατά της βασιλείας |
    • οι αντιμοναρχικοί έχουν πολιτική συγκέντρωση στην πλατεία

[substantiv. m of αντιμοναρχικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμοναρχικός2, -ή, -ό [andimonarçikós] (L)
  • opposed to the institution of monarchy, antimonarchist (syn αντιβασιλικός, ant φιλομοναρχικός, μοναρχικός2):
    • αντιμοναρχικό κίνημα, ρεύμα |
    • ~ αγώνας, τύπος |
    • αντιμοναρχική επιτροπή, εφημερίδα |
    • ο λαός προέβη σε αντιμοναρχικές και αντικληρικές εκδηλώσεις (Ouranis) |
    • το γαλλικό 1789 είναι βέβηλο όσο κι αντιμοναρχικό (Terzakis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιμοναρχικός, cpd w. μοναρχικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες