Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμισθία η [andimisθía] Ο25 : (λόγ.) αμοιβή για ορισμένη υπηρεσία, εργασία κτλ.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιμισθία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιμισθία η.
-
- Aνταμοιβή, ανταπόδοση:
- Δικαίας ουν ελάβομεν ημείς αντιμισθίας εφ’ οις καλοίς επράξαμεν (Bίος Aλ. 2834).
[μτγν. ουσ. αντιμισθία. H λ. και σήμ.]
- Aνταμοιβή, ανταπόδοση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμισθία [andimisθía] η, usu sg (L)
- ① recompense, remuneration, wages for work or service (syn αμοιβή 1):
- ρυθμίστηκε το πρόβλημα της αντιμισθίας της εργασίας |
- ~ των εργατών, του ιατρού |
- οι εργαζόμενοι με παγία ~ είναι σε καλύτερη μοίρα από τους ελευθεροεπαγγελματίες |
- ο τμηματάρχης καθαριότητος της κοινότητος Πτελέας με ~ δραχμές 1200 το χρόνο (Karagatsis) |
- εισέπρατταν την ~ τους χωρίς να προσφέρουν καμιά υπηρεσία |
- ο Παπαφλέσας παίρνει από την κυβέρνηση την ~ για τις υπηρεσίες που πρόσφερε (Melas) |
- έδρα στο εθνικό κοινοβούλιο ή στα κατά τόπους κοινοβούλια στη Pωσία συνεπάγεται ~ και δωρεάν ταξίδια
- ② reward (for good deeds, charities etc) (syn αμοιβή 2, ανταμοιβή):
- μεγάλη ας είναι η ~ του στους ουρανούς! |
- poem μεγάλη η ~ εκείνου που αδίσταχτα ομολογεί | το ενδεχόμενο της πλάνης του κάθε μέρα στη ζωή (Papatsonis) |
- οι τηλαυγείς ωδές σου | .. | με λεπτομερή καταγραφή όλων των ταλάντων | που ζήτησες και έλαβες ως ~ (AAlexandrou)
[fr MG αντιμισθία ← LK (NT+) 'reward etc']
- ① recompense, remuneration, wages for work or service (syn αμοιβή 1):