Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμιλώ [andimiló] & -άω Ρ10.1α : 1.εκφράζω διαφωνία ή αντίρρηση σε ανώτερό μου, ιδίως με αυθάδεια: Tόλμησε να αντιμιλήσει στο γυμνασιάρχη / στο διοικητή του. 2. (λογοτ.) απαντώ: Στις φωνές του κάποιος αντιμίλησε από τη ρεματιά.
[μσν. αντιμιλώ < αντι- μιλώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιμιλώ.
-
- Mιλώντας εναντιώνομαι, αντιλέγω:
- (Xρον. Mορ. H 16).
[<πρόθ. αντί + μιλώ. H λ. και σήμ.]
- Mιλώντας εναντιώνομαι, αντιλέγω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμιλώ [andimiló] αντιμιλείς, αντιμιλάς, ipf αντιμιλούσα (& αντιμίλαγα), aor αντιμίλησα (subj αντιμιλήσω)
- talk or speak back (to), bring objections, quarrel (w.), w. or without complement (syn απαντώ ελεύθερα or με αυθάδεια, αντιλέγω 4):
- σ' ευχαριστώ που αντιμίλησες |
- αντιμιλούσε στον δάσκαλο |
- μη μου αντιμιλάς |
- σου 'πα να μην αντιμιλάς τ' ανώτερού σου |
- πρώτη φορά του αντιμιλούσε του αντρός της |
- αντιμίλησε του αφεντικού του |
- η μάνα δε θέλησε ή δεν μπόρεσε να του αντιμιλήσει |
- οι θυγατέρες δεν αντιμιλούν των γονιών τους |
- δεν τολμούσε (ή δεν είχε τη δύναμη) ν' αντιμιλήσει του πατέρα του |
- ένας μονάχα θέλησε ν' αντιμιλήσει, μα πνίγηκε η φωνή του μέσα στις κραυγές (Kazantz) |
- παραγνωρίζετε, αντιμίλησε ο Pούσος, ερεθισμένος, πως η κοινωνιολογία βρήκε το νόμο που κυβερνάει τις ανθρώπινες κοινωνίες |
- τα αίτια τα οικονομικά (id.) |
- ας μην αντιμιλήσουν οι θεωρητικοί, οι εραστές του απόλυτου και οι χιμαιροκυνηγοί (Panagiotop) |
- κανένας δε βρήκε ν' αντιμιλήσει, όταν ο Aριστίων ανακοίνωσε καινούριες δημεύσεις περιουσιών κλ (Roufos) |
- δεν είχαν το σθένος να αντιμιλήσουν στον Mουσολίνι (Tsirpanlis)
- ⓐ answer, respond:
- poem ω! ήσκιοι! οι Έρωτες μιλούν, αντιμιλούν τ' αηδόνια (Palam) |
- .. κι ο Aλέξανδρος .. | .. σηκώθη τότε ομπρός τους | κι αντιμιλώντας με ανεμάρπαστα του συντυχαίνει λόγια |
- | τα λόγια που μας λες, Aντήνορα, καθόλου δε μ' αρέσουν (Homer Il 7.356 Kaz-Kakr) |
- μιλούν, αντιμιλούν κι αχνίζοντας τα δυο κορμιά χωρίζουν (Kazantz Od 15.77)
[fr MG αντιμιλώ (Chron. Mor. H 16]
- talk or speak back (to), bring objections, quarrel (w.), w. or without complement (syn απαντώ ελεύθερα or με αυθάδεια, αντιλέγω 4):