Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμιλιταριστικός -ή -ό [andimilitaristikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον αντιμιλιταρισμό ή τον αντιμιλιταριστή: Aντιμιλιταριστική προπαγάνδα / αντίληψη. Aντιμιλιταριστικές κινητοποιήσεις / διαδηλώσεις.
[λόγ. αντιμιλιταριστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμιλιταριστικός, -ή, -ό [andimilitaristikós] (L)
- antimilitaristic:
- ο συγγραφέας περιγράφει τον πόλεμο στην Aλβανία με ανθρωπιά και αντιμιλιταριστική διάθεση (Tsirpanlis) |
- κρίμα που το θαυμάσιο αυτό αντιπολεμικό κι αντιμιλιταριστικό φιλμ δεν έτυχε καλύτερης σκηνοθετικής επεξεργασίας (Ploritis)
[der of αντιμιλιταριστής]
- antimilitaristic: