Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμιλιταρισμός ο [andimilitarizmós] Ο17 : αντίθεση ή εχθρότητα στο μιλιταρισμό.
[λόγ. < γαλλ. antimilitarisme (anti- = αντι-, -isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμιλιταρισμός [andimilitarizmós] ο,
- hostile stance or attitude toward militarism, antimilitarism (ant μιλιταρισμός)
[cpd w. μιλιταρισμός]