Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιμετώπιση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμετώπιση η [andimetópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιμετωπίζω. 1α. το να βρίσκεται κάποιος αντιμέτωπος με κπ. άλλο, ο οποίος έχει διάθεση κριτική, ανταγωνιστική ή εχθρική: ~ της εξεταστικής επιτροπής / του εχθρού. || (επέκτ.): H ~ της τουρκικής αδιαλλαξίας / του οικονομικού ανταγωνισμού. β. συμπεριφορά απέναντι σε κπ. ή σε κτ.: H ~ της νέας γενιάς. || (επέκτ.) θεώρηση: Iδεαλιστική / υλιστική / χριστιανική ~ ενός θεσμού. H ~ του δημοτικισμού ως προοδευτικού κοινωνικού κινήματος. 2. προσπάθεια απαλλαγής από μια δύσκολη κατάσταση: H ~ των πρακτικών αναγκών / των προβλημάτων / των δυσκολιών.

[λόγ. αντιμετωπι- (αντιμετωπίζω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμετώπιση [andimetópisi] η, (L)
  • ① encounter, meeting, facing:
    • κάτω απ' αυτές τις συνθήκες γίνηκε η πρώτη ~ με το αμερικάνικο κοινό (Stratou)
  • ② encounter, confrontation:
    • ~ της ζωής |
    • ~ μιας πραγματικότητας |
    • ~ του πολέμου, των κινδύνων, του εχθρού, των επιδρομών |
    • ~ των δυσκολιών της ορθογραφίας |
    • ~ του ζητήματος, του προβλήματος
  • ③ dealing, coping, grappling w.:
    • ~ του μέλλοντος, του παρόντος |
    • ~ του πολιτικού, του οικονομικού προβλήματος, των βασικών προβλημάτων |
    • ~ των άμεσων αναγκών του ελληνισμού (Koumarianou) |
    • τρόπος της αντιμετώπισης των φιλοσοφικών συστημάτων |
    • τα αποτυχημένα έργα τέχνης αποτελούν μονομερείς αντιμετωπίσεις (Chatzinis) |
    • η καλύτερη ~ των ιμπεριαλιστικών τάσεων (Evelpidis) |
    • τα ζητήματα έχουν ανάγκη άμεσης αντιμετωπίσεως (Angelop) |
    • μια αποτελεσματική ~ των φυσικών φαινομένων |
    • πολλές χώρες έχουν οργανωμένο σύστημα αντιμετωπίσεως των θεομηνιών
  • ⓐ control:
    • ~ βλαβών damage control

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιμετώπισις, der of αντιμετωπίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες