Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιμετωπίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντιμετωπίζω [andimetopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βρίσκομαι αντιμέτωπος με κπ., ο οποίος έχει για μένα διάθεση κριτική, ανταγωνιστική ή εχθρική, και ενεργώ ανάλογα: Ομιλητής που αντιμετωπίζει απαιτητικό ακροατήριο. Πώς να αντιμετωπίσω αύριο τον καθηγητή μου; H ομάδα μας αντιμετώπισε ισχυρό αντίπαλο κι έχασε με δύο μηδέν. || (επέκτ.): Στις συνομιλίες τα συνδικάτα αντιμετώπισαν την κυβερνητική αδιαλλαξία. || αντιμετωπίζω με επιτυχία κπ.: Δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει μόνος τον ένοπλο ληστή. Ο στρατός μας αντιμετώπισε τους εισβολείς. β. συμπεριφέρομαι σε κπ. ή σε κτ. σύμφωνα με ορισμένη ιδιότητά του: ~ κπ. ως σοβαρό / ως μορφωμένο άνθρωπο. || (επέκτ.): Φιλοσοφικό σύστημα που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αυθυπόστατη αξία. 2. βρίσκομαι σε μια δύσκολη κατάσταση και αγωνίζομαι να την ξεπεράσω: ~ δυσκολίες / κινδύνους / αρρώστιες / κρίση. ~ οικονομικά / οικογενειακά / ψυχικά προβλήματα. ~ κτ. με θάρρος / με επιτυχία. H κυβέρνηση αντιμετώπισε (επιτυχώς) τη νομισματική κρίση. || ~ το ενδεχόμενο (να…), υπάρχει περίπτωση, ενδέχεται να συμβεί κτ. (συνήθ. δυσάρεστο): Aντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο μιας νέας πετρελαϊκής κρίσης / να συμβεί μια νέα πετρελαϊκή κρίση.

[λόγ. αντιμέτωπ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. affronter]

[Λεξικό Γεωργακά]
αντιμετωπίζω [andimetopízo] aor αντιμετώπισα (subj αντιμετωπίσω), mediop αντιμετωπίζομαι, aor αντιμετωπίσθηκα & αντιμετωπίστηκα (subj αντιμετωπισθώ & αντιμετωπιστώ)
  • ① to look one in the face, to face, encounter, meet (syn αντικρύζω):
    • τον αντιμετώπισα |
    • έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τους νέους που ήθελαν να γίνουν καθηγητές (Louros) |
    • η Kλεοπάτρα είχε την ψυχική δύναμη να αντιμετωπίζει ατάραχη όλο αυτό το αποτρόπαιο θέαμα (Roussos) |
    • ελάτε, αντιμετωπίσετέ τους και συζητήσετε το θέμα μαζί τους (Papanoutsos)
  • ② be confronted w., be up against, envisage, face, deal w. (syn αντιμετριέμαι με [in αντιμετρώ 2]):
    • ~ την πραγματικότητα |
    • ~ αποφάσεις face up to decisions |
    • ~ μια κατάσταση envisage a situation |
    • ~ κίνδυνο, την καταστροφή, τον εχθρό |
    • ~ τη ζωή φιλοσοφικά |
    • πρέπει ν' αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες we must face the consequences |
    • στην εκτέλεση του ανεβάσματος της Mάγια αντιμετωπίστηκαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες (Melas) |
    • οι δυσχέρειες θα μπορούσαν ν' αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα (NAthanasiadis) |
    • αντιμετώπισε το θάνατο χωρίς φόβο |
    • σοβαρά εσωτερικά ζητήματα δεν είχαν ως τότε αντιμετωπισθεί (Evelpidis) |
    • ~ ένα πρόβλημα be confronted w. a problem |
    • ~ τη ρίζα του προβλήματος |
    • τα προβλήματα αντιμετωπίζονται από την πολιτική εξουσία |
    • τα προβλήματα αντιμετωπίσθηκαν στο συνέδριο |
    • ο Pήγας αντιμετώπισε την περιπέτεια μ' αφάνταστη ψυχραιμία (Melas) |
    • η κοινή συνείδηση αντιμετωπίζει τα αποτελέσματα, αγνοεί τα αίτια (Panagiotop) |
    • η αρχαία Στοά αντιμετωπιζόταν παλαιότερα κυρίως ως ενιαίο σύστημα (Dragona-M)
  • ⓐ grapple or cope w., meet, handle, brave:
    • αντιμετώπισε επιτυχώς πολλές δυσκολίες |
    • αντιμετώπισα καταστάσεις σαν αυτή |
    • αντιμετώπισαν το ζήτημα |
    • οι Kινέζοι προσπαθούν ν' αντιμετωπίσουν την κατάσταση με μια καλύτερη οργάνωση της κοινωνίας (Evelpidis) |
    • η στρατιωτική δύναμη θ' αντιμετωπίσει κάθε απειλή |
    • με ποιο τρόπο θ' αντιμετωπίσουμε στο εξής το μυστήριο του θανάτου (Theotokas)

[fr kath (neol Koumanoudis) αντιμετωπίζω, der of MG αντιμέτωπος ← AG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες