Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμίλημα το [andimílima] Ο49 : το αποτέλεσμα του αντιμιλώ: Είναι πολύ αυστηρός και δε σηκώνει ~.
[αντιμιλη- (αντιμιλώ) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμίλημα [andimílima] το,
- contradiction, objection (syn αντιλογία, αντιμιλιά):
- η διαλεκτική θεμελιώνει λογικά το αιώνιο ~ του απολύτου προς το σχετικό (Theodorakop) |
- ακούονταν κάπου φωνές και βλαστημιές και βρισιές των αντρών στις γυναίκες τους και κάποτε απότομα τ' αντιμιλήματα εκείνων (Karkavitsas) |
- ο τόνος της φωνής του καπετάνιου δε χωρούσε ~ (RKatseli) |
- poem σκάψανε και με την αξίνα του ήλιου | μια κοίτη πέτρινη για να κυλά η ψυχή σου | αντίμαχη και χωρισμένη μες στ' αντιμιλήματα | που κατεβαίνουν απ' τη μια | κι από την άλλην όχθη (Decavalles)
[der of MG αντιμιλώ]
- contradiction, objection (syn αντιλογία, αντιμιλιά):