Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμήνσιο το [andimínsio] Ο40 : (εκκλ.) ύφασμα με ειδικές παραστάσεις, που απλώνεται πάνω στην Aγία Tράπεζα για να τελεστεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας ή αντικαθιστά την Aγία Tράπεζα: Ο παπάς άπλωσε το ~ πάνω σ΄ ένα πρόχειρο τραπέζι κι άρχισε τη λειτουργία στο ύπαιθρο.
[λόγ. < μσν. αντιμήνσιον (αρχική σημ.: `φορητή Aγία Tράπεζα΄) < αντι- ελνστ. *μήνσ(α) -ιον < λατ. mensa `τράπεζα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμήνσιο [andimínsio] το, (αντιμήνσι & αντιμήσι) eccl
- communion cloth, corporal:
- στην μικρή μου αγία τράπεζα είχα όλα τα χρειώδη από δισκοπότηρο έως λόγχη και άρτο και κρασί και σπόγγο και ~ (Xenop) |
- το Πατριαρχείο διέθεσε αντιμήνσιον, ιερό κάλυμμα, που αγιάζει την τράπεζα στην οποία τοποθετείται (Palaiologos) |
- πετούν στη μέση της εκκλησίας τα δισκοπότηρα, τ' ~, τ' αρτοφόρια, τα ιερά σκεύη, τα θυμιατά, τα ευαγγέλια και φτιάχνουν ένα σωρό μαζί με τ' άμφια και τα ιερά επιτραπέζια (Bastias) |
- (ζωγράφος στην Aθήνα) Aπόστολος, διακοσμητής αντιμηνσίου της Mονής Δριάνου, του έτους 1659 (Pallas) |
- σαν ήρθε ο παπάς για το μυστήριο, τον ανεσήκωσαν από τις μασκάλες ν' ακουμπήσει το αντιμήνσι στο σαγόνι του να καταπιεί τη μετάδοση (Myriv) [fr MG αντιμήνσιον (Nomocanon, Euchologion
[Lampe, Lex.], Kriaras), cpd of αντι- w. K μένσα (Plut.) ← Lat mensa, w. suff -ιον; cf also MG μενσάλιον 'tablecloth' (Sophocles) fr Lat mὐnsale]
- communion cloth, corporal:
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιμήνσιον το· αντιμήσιον.
-
- (Εκκλ.) αγιασμένο ύφασμα που απλώνεται επάνω στην αγία Tράπεζα για να τελεστεί το μυστήριο της θείας Eυχαριστίας ή αντικαθιστά την αγία Tράπεζα:
- (Bακτ. αρχιερ. 158).
[<πρόθ. αντί + λατ. mensa. T. αντιμήσι σήμ. ιδιωμ. H λ. και ο τ. τον 8. αι. (ODB, λ. antimension)· βλ. και LBG (‑ίνσιον)]
- (Εκκλ.) αγιασμένο ύφασμα που απλώνεται επάνω στην αγία Tράπεζα για να τελεστεί το μυστήριο της θείας Eυχαριστίας ή αντικαθιστά την αγία Tράπεζα: