Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιμέτωπος -η -ο [andimétopos] Ε5 : 1.(συνήθ. για πρόσ.) που βρίσκεται απέναντι σε κπ. έτσι ώστε ο ένας να βλέπει το πρόσωπο του άλλου: Είμαι / βρίσκομαι ~ με κπ. Bρεθήκαμε αντιμέτωποι στο δρόμο και αναγκάστηκα να τον χαιρετήσω. 2α. που αντιμετωπίζει κπ. ο οποίος έχει διάθεση κριτική, ανταγωνιστική ή εχθρική: Είναι / βρίσκεται κάποιος ~ με απαιτητικό ακροατήριο / με ισχυρό αντίπαλο / με έναν ένοπλο ληστή / με εχθρικό στρατό / με ένα λιοντάρι. || (πληθ.) αντίπαλος: Aντιμέτωπες ομάδες. Aντιμέτωπα στρατεύματα, εχθρικά. || (επέκτ.): ~ με την προκλητικότητα του ακροατηρίου. β. που αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση: Είναι / βρίσκεται κάποιος ~ με δυσκολίες / κινδύνους / αρρώστιες / προβλήματα.
αντιμέτωπα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἀντιμέτωπος· 2: κατά τη σημ. του αντιμετωπίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιμέτωπος, -η, -ο [andimétopos] (L)
- ① face to face (w.), facing, opposite:
- βρέθηκα ~ με τον τάδε |
- δυο αντιμέτωπες ομάδες οπλιτών |
- παίχτες σε δυο γραμμές αντιμέτωπες |
- ένας νέος και μια νέα γυναίκα αντιμέτωποι (Karouzou) |
- δυο παγώνια πίνουν αντιμέτωπα νερό (Michelis) |
- απόμειναν αντιμέτωποι, αμίλητοι (Karagatsis) |
- βρίσκεται ~ προς τον Aπόλλωνα |
- ~ των συνανθρώπων του (Papanoutsos) |
- τα λεοντάρια παριστάνονται αντιμέτωπα με τα σώματά τους (Papachatzis) |
- poem καθώς δυο κριάρια |..| ..| χτυπιόνται ακράτητα με τα στριφτά τους κέρατα αντιμέτωπα (Sikel)
- ② in confrontation, confronting, opposing:
- αντιμέτωποι στρατοί |
- στη μάχη βρέθηκαν αντιμέτωποι δυο κόσμοι (ChZalokostas) |
- οι αντίπαλες δυνάμεις βρέθηκαν πάλι αντιμέτωπες (Kanellop) |
- η φοιτητική νεολαία ευρέθηκε αντιμέτωπη με τις πανεπιστημιακές αρχές (Dimaras) |
- θα βρεις και τον ένα και τον άλλο αντιμετώπους σου (Panagiotop) |
- η φωνή τον έθεσε απευθείας αντιμέτωπο σ' ένα καθεστώς ένδοξο (Chatzinis) |
- οι νέοι δεν έρχονται αντιμέτωποι με το νόμιμο κράτος, αλλά με μια παράνομη κυβέρνηση (Ploritis) |
- η σπατάλη μας βρίσκει αδιάλλακτα αντιμέτωπους (Psathas, adapted) |
- βάζουν αντιμέτωπο το καλό με το κακό (Theodorakop) |
- η ατομοκρατία επικρατεί στη σύγχρονη ηθική κλ, φέρνοντας συχνά αντιμέτωπο το άτομο με το κοινωνικό σύνολο (Evelpidis) |
- Σολωμός και Παλαμάς στέκονται αυτόνομοι και κάποτε αντιμέτωποι (Charis) |
- ο Σεφέρης δεν είναι ~ στην παράδοση (id.) |
- η λόγια παράδοση παράλληλη κι αντιμέτωπη με τη δημοτική (Melas) |
- poem σε αγώνα ηρωικόν ορμάς κάθε φορά που θα σταθεί | στο χρέος σου ~ ο ζηλοφτόνος Xάρος (Malakasis)
[fr MG αντιμέτωπος (7th c.) ← LK, AG]
- ① face to face (w.), facing, opposite: