Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλογώ [andiloγó] αντιλογάει, αντιλογεί, aor αντιλόγησα (subj αντιλογήσω), mi αντιλογιέμαι, aor αντιλογήθηκα (folks. 2sg αντιλοήθη[κε])
- ① usu mi αντιλογούμαι reply, answer (syn αντιλέγω 1, αποκρίνομαι, απαντώ):
- δεν τόλμησε ν' αντιλογήσει |
- folks. κ' η κόρη αντιλοήθηκεν από το παραθύρι (DPetrop)
- ② retort, rejoin, riposte (syn αντιλέγω 2):
- όμως ο άντρας κάνει τη γυναίκα μάνα, αντιλόγησε ο Γιάννης (Petsalis) |
- ο Mάνος έκαμε ν' αντιλογήσει, μα τον έπνιξε ο θυμός (Prevelakis) |
- ο νυσταγμός της δόξης αντιλογεί ότι ζούμε μέσα στην περιοχή του όντος (Georgoulis) |
- poem μα ο Πέτρακας με αντρειάν αντιλογάει στη μάνητα του αφέντη |
- "κ' εμείς απηλογιά θα δώσουμε κλ" (Kazantz Od 16.182) |
- πικρά κι αυτός του αντιλογά |
- "Tο φωτεινό σημάδι |..| ..| .. ήτανε νόημα φανερό κλ" (Sikel)
- ③ speak against, gainsay, contradict (syn αντιλέγω 4):
- ήταν σεμνότατα τα λόγια της και δεν της αντιλογήθηκα (Krystallis) |
- poem κανένας Aχαιός το λόγο σου δε ..| θ' αντιλογήσει, μα δεν έβγαλες το λόγο σου ως την άκρη (Homer Il 9.56 Kaz-Kakr)
[fr MG (pap) αντιλογώ & -γούμαι (Kriaras' Lex) ← AG]
- ① usu mi αντιλογούμαι reply, answer (syn αντιλέγω 1, αποκρίνομαι, απαντώ):