Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιλογισμός ο [andilojizmós] Ο17 : (λογιστ.) σημείωση σε λογιστικό βιβλίο ή πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή με την οποία γίνεται διόρθωση ενός λάθους.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιλογισμός `αντίστροφος υπολογισμός΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλογισμός [andiloyizmós] ο, (L) econ & account.
- cross entry
[fr kath αντιλογισμός, cpd w. λογισμός; cf LK ἀντιλογισμός]