Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιλογικός -ή -ό [andilojikós] Ε1 : (λογ.) που είναι αντίθετος με τον ορθό λόγο: Aντιλογική θεωρία / σκέψη.
αντιλογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. antilogique < anti- = αντι- + logique = λογικός (διαφ. το αρχ. ἀντιλογικός `ικανός να φέρνει αντίρρηση΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλογικός, -ή, -ό [andiloyikós] (L)
- ① being against logic, antilogical, illogical:
- οι σύγχρονες αντιλογικές θεωρίες της τέχνης |
- ο Γρηγόριος Aκίνδυνος δεν μπορούσε να ανεχθεί την καταδίκη της λογικής και τη νίκη των αντιλογικών ισχυρισμών των θεοπτών (Kanellop) |
- η "Πριγκιπέσσα Iζαμπώ" διαψεύδει την αντιλογική θέση του Tερζάκη γιατί είναι έργο γραμμένο κατά γεωμετρικό τρόπο (Dizikirikis)
- ② illogical, irrational (ant ορθολογικός):
- τα αντιλογικά στοιχεία της προσωπικότητας |
- αντιπαράθεση των αντιλογικών με τα ορθολογικά στοιχεία |
- διαδικασίες αντιλογικού χαρακτήρα |
- ο καθαρός ορθολογισμός βλέπει στην πίστη κάτι το αντιλογικό, το άλογο (Tatakis) |
- η φιλοσοφία είναι απ' αρχής αντιλογική και αντιδιαλεκτική (Theodorakop) |
- το ξεκαθαρισμένα αντιλογικό περιεχόμενο της μαγικής φρασεολογίας αποδίνει τη μυστηριακή επιβολή της τέχνης (Andronikos)
[fr kath αντιλογικός ← K, AG]
- ① being against logic, antilogical, illogical: