Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιλογία η [andilojía] Ο25 : αντίρρηση, κυρίως στην έκφραση πνεύμα αντιλογίας, για κπ. που πάντοτε ή πολύ συχνά έχει αντιρρήσεις, εναντιώνεται.
[λόγ. < αρχ. ἀντιλογία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιλογία η.
-
- 1) Aμφισβήτηση, αντίρρηση:
- (Eλλην. νόμ. 5361)·
- έκφρ. χωρίς αντιλογίας = αναμφισβήτητα, ασφαλώς:
- ελθών ευρήσεις τό ποθείς χωρίς αντιλογίας (Kαλλίμ. 2136).
- 2) Aπάντηση:
- να δώσουν λόγους πρακτικούς και αντιλογίας να πάρουν (Γεωργηλ., Bελ. Λ 656).
[αρχ. ουσ. αντιλογία. H λ. και σήμ.]
- 1) Aμφισβήτηση, αντίρρηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλογία [andiloyía] η, (L)
- ① objection (syn αντίλογος1 1, αντίρρηση):
- δεν έφερε, δεν πρόβαλε καμιά ~ |
- είχε σοβαρές αντιλογίες ν' αντιτάξει |
- δέχτηκε χωρίς ~ τον όρκο |
- ο τρόπος της δεν αφήνει περιθώρια για σχόλια και αντιλογίες |
- πνεύμα αντιλογίας chronic objector |
- στρυφνοί άνθρωποι, κρύοι, πνεύματα αντιλογίας (Theotokas) |
- στο μουσείο της Aμβέρσας σωπαίνουν οι αντιλογίες κι απομένει μονάχα η έξαρση κ' η κατάνυξη (Panagiotop) |
- μόλις έρθουμε σ' επαφή με τη σκέψη του συγγραφέα νοιώθουμε πως πρέπει να παραιτηθούμε από κάθε ~ (Chatzinis) |
- ο γάλλος επικουριστής Gassend ξανάφερε την ατομική θεωρία στη ζωή αδιαφορώντας για την ~ του Descartes (Theodoridis) |
- ο Γρηγόριος χτύπησε με τους συλλογισμούς του τις δυτικές αντιλογίες (Papantoniou) |
- poem .. υποκρινότανε τον πεθαμένο | για να γλυτώσει απ' τις αντιλογίες μας (Ritsos)
- ⓐ disagreement, dispute, criticism (near-syn αντίλογος 1b, διαφωνία):
- συχνά μου ανοίγουν τη βρύση της αντιλογίας ακράτηγην οι ομοϊδεάτες μου (Palam) |
- συστηματική ~ προς τους παλιούς επαναστάτες (Athanasiadis-N) |
- ο Bαρλαάμ ήρθε σε ~ με τους ησυχαστές και τους αποκάλεσε ομφαλοψύχους (Vacalop) |
- ο Ξενόπουλος ήταν τεχνίτης στο να δημιουργεί εντύπωση και να προλαβαίνει την ~ (Chatzinis)
- ② contradiction (syn αντίφαση):
- το φαινόμενο του Bαλερύ παρουσιάζει τη μεγαλύτερην ~ στα χρονικά της τέχνης (Papatsonis) |
- όπου βρίσκαμε αντίφαση και ~ βλέπομε τώρα συνέπεια και θρίαμβο (id.)
- ③ ~ (& D αντιλογιά):
- reply, response |
- folks. ουδέ γράμμα μου στέλνει, ουδέ αντιλογιά (DPetrop) |
- poem δεν πρόφτασε να δώσει αντιλογιά του εφτάψυχου το στόμα (Kazantz Od 6.103)
[fr MG αντιλογία ← PatrG, K, AG]
- ① objection (syn αντίλογος1 1, αντίρρηση):