Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιληπτός -ή -ό [andiliptós] Ε1 : α.που τον έχουν αντιληφθεί ή που είναι δυνατό να τον αντιληφθούν, να τον καταλάβουν: Είμαι / γίνομαι ~. Ο κλέφτης μπήκε στο σπίτι χωρίς να γίνει ~. H κρισιμότητα της κατάστασης έγινε αντιληπτή από όλους. H απουσία του έγινε αντιληπτή, αισθητή. β. (για πρόσ.) που οι άλλοι καταλαβαίνουν αυτά, τα οποία λέει: Ελπίζω να / πιστεύω ότι έγινα ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιληπτός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιληπτός, -ή, -ό [andiliptós] (L)
- ① perceived, apprehended (syn καταληπτός):
- ο εξωτερικός κόσμος γίνεται άμεσα ~ |
- ο ποιητικός λόγος συχνά συνοδεύεται από αισθητά αντιληπτές εικόνες (Tsatsos) |
- η χρονική διάρκεια γίνεται αντιληπτή στον άνθρωπο από την ενορατική γνώση (Evelpidis) |
- κάθε λέξη γίνεται καθαρά αντιληπτή από τα όργανα των αισθήσεων (Geros)
- ⓐ noticed, perceived, detected:
- η απουσία της δεν έγινε αντιληπτή her absence went unnoticed |
- η πάθηση ίσως γίνει αντιληπτή στον τοκετό |
- η πρόθεση των πειρατών έγινε αντιληπτή από τη φρουρά |
- η επίδραση της σκέψης γίνεται αντιληπτή σ' όλα τα μέρη του κόσμου (Evelpidis) |
- η εξαφάνιση της προσωπικότητας του συγγραφέα γίνεται χωρίς δυσκολία αντιληπτή στα γραψίματά του (Sachinis)
- ② understood, comprehended (syn κατανοητός, καταληπτός):
- ο Σαίξπηρ δεν έγινε ~ από την ιθύνουσα τάξη του καιρού του |
- ο τόμος πήρε μια μορφή που γίνεται εύκολα αντιληπτή (Theotokas) |
- το περιεχόμενο της σάτιρας δεν μας γίνεται ακριβώς αντιληπτό (Dimaras) |
- οι λόγοι του Bούδα είναι γραμμένοι στην εκκλησιαστική γλώσσα για να γίνουν καλύτερα αντιληπτοί στο λαό της περιοχής (Evelpidis) |
- τα μοιρολόγια πρέπει να τραγουδηθούν για να γίνουν αντιληπτά στο ξένο κοινό (Stratou)
- ⓑ clear, understood (near-syn σαφής):
- κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να γίνει σαφής και ~ |
- μετά τον πόλεμο έγινε αντιληπτό ότι οι αποφάσεις για τον κόσμο λαμβάνονταν στις πρωτεύουσες των υπερδυνάμεων |
- τώρα έγινε αντιληπτή και η αιτία της αντινομίας ηθικής και δικαίου (Tsatsos) |
- για να γίνω περισσότερο ~, φέρνω τούτο το απλό παράδειγμα (Papatsonis)
[fr kath αντιληπτός ← MG (6th c. AD), LK]
- ① perceived, apprehended (syn καταληπτός):