Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιληπτικός -ή -ό [andiliptikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αντίληψη, τη δυνατότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται: Aντιληπτική ικανότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιληπτικός (διαφ. το αρχ. ἀντιληπτικός `που εμποδίζει΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιληπτικός, -ή, -ό [andiliptikós] (L)
- perceptual:
- αντιληπτικό πεδίο, σύστημα |
- η μελέτη του αντιληπτικού περιβάλλοντος |
- η συνείδηση ασκεί αντιληπτική ενέργεια (Papanoutsos) |
- τα αισθητικά αντικείμενα αντιληπτικού ενδιαφέροντος (Georgoulis) |
- η διαφορετική αντιληπτική οργάνωση του κτηρίου οδηγεί κάθε φορά σε μια διαφορετική αισθητική (Fatouros) |
- πρέπει να διαχωρίσουμε την αντιληπτική από την ελεύθερη φαντασία (Mourelos) |
- μπορεί το λεξιλόγιο της καθαρεύουσας με σοφία και με τέχνη να γίνει προσιτό στις αντιληπτικές ικανότητες του λαού (Chourmouzios)
[fr kath αντιληπτικός ← K, PatrG]
- perceptual: