Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιλαμβάνομαι [andilamvánome] Ρ αόρ. αντιλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και αντελήφθη, αντελήφθησαν, απαρέμφ. αντιληφθεί : 1.καταλαβαίνω, αποκτώ μια γνώση: α. με τη βοήθεια των αισθήσεων: Ο κλέφτης μπήκε στο σπίτι χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. β. κυρίως με λογική διεργασία: ~ τις προθέσεις / τα σχέδια κάποιου. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το Θεό με την καρδιά όχι με τις αισθήσεις. 2. (σπάν.) έχω αντίληψη: Είναι μικρός και δεν αντιλαμβάνεται ακόμα.
[λόγ. < αρχ. ἀντιλαμβάνομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλαμβάνομαι [andilamvánome] mi (kath 1pl αντιλαμβανόμεθα, 2p αντιλαμβάνεσθε), aor αντιλήφθηκα & rare αντιλήφτηκα (kath αντελήφθην) (subj αντιληφθώ & αντιληφτώ), prp αντιλαμβανόμενος (L)
- ① perceive, apprehend:
- αντιλαμβανόμαστε τ' αντικείμενα με τις αισθήσεις μας |
- η ευαισθησία ορισμένων καλλιτεχνών τούς επιτρέπει να αντιλαμβάνονται πράγματα που άλλοι δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν (Mourelos) |
- οι εννοιολογικές εμπειρίες του σχολείου επιτρέπουν στο παιδί να αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα με το πλήρες τους νόημα (Geros)
- ⓐ consider or perceive (as) (syn θεωρώ):
- δίκαια αντιλαμβάνεσθε τον στατικό ιδεαλισμό ως άγονο (Tsatsos, adapted) |
- ο κυπριακός λαός αντιλαμβανόταν το βρετανικό καθεστώς σαν μια απλή μεταβατική περίοδο (Christidis) |
- αντιλαμβανόμαστε τον τουρισμό σαν υπηρετικό της οικονομίας (Peponis)
- ② be or become aware or conscious of, notice, realize (that) (syn καταλαβαίνω):
- ~ τις αντιρρήσεις, την κατάσταση, τον κίνδυνο |
- δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό |
- ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται ότι βρίσκεται σε πόλη πλουσίων |
- δεν αντιλαμβανόμεθα ότι δημιουργούμε κλίμα εξόδου |
- είχα απλουστεύσει τις κρίσεις μου χωρίς να το ~ |
- αντιλαμβάνεσαι την κοινωνική υπεροχή μας κάνοντας μια βόλτα στους διαδρόμους του τρένου (Athanasiadis-N) |
- την ταχύτητα την αντιλαμβανόμαστε μόνο όταν κοιτάξουμε τον ήσκιο του αεροπλάνου (Ouranis) |
- τον πλούτο των βιβλίων της τουρκοκρατίας αντιλαμβάνεται κανείς φυλλομετρώντας τους δύο καταλόγους (Vacalop) |
- o εχθρός αντελήφθηκε την κίνηση της αντικατάστασης (ADoxas) |
- μόλις μας αντιλήφτηκαν, μας έκαναν τόπο να περάσουμε (Myriv) |
- αντιλαμβανόμαστε πολύ γρήγορα ότι ο Zορμπάς είναι ένας δεύτερος Kαζαντζάκης (Chatzinis) |
- όσο περνούν τα χρόνια τόσο ~ καθαρότερα πόσο το έργο μου είναι ο εαυτός μου (Petsalis) |
- poem .. δεν θέλησα | να προχωρήσω πιο εντός, γιατί αντελήφθην | που οι συγγενείς .. μ' έβλεπαν | με προφανή απορίαν κλ (Kavafis)
- ③ understand s.o. (syn εννοώ, καταλαβαίνω):
- για τ' όνομα του θεού όχι συγκεντρώσεις, μ' αντιλαμβάνεσθε; (Tsirkas)
- ⓑ comprehend, understand (syn καταλαβαίνω):
- ~ τη βαρύτητα των δηλώσεών του |
- η αντιπολίτευση δεν θέλησε να αντιληφθεί τις διαστάσεις του νέου νόμου |
- θα κάνω το καθήκον μου όπως εγώ το ~ |
- μερικοί δεν αντιλήφθηκαν το ρόλο τους, σαν αναγνωστών, που τους προόριζε ο συγγραφέας (Chatzinis) |
- είναι σφάλμα να μιλάμε για το πώς αντιλαμβάνονται τους ρόλους τους τα μεγάλα ταλέντα (Athanasiadis-N) |
- ο ακροατής πρέπει να αντιληφτεί τα κίνητρα του ομιλητή (Geros) |
- poem εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα | αντιλαμβάνονται (Kavafis)
[fr MG (Kriaras' Lex) αντιλαμβάνομαι ← K, AG]
- ① perceive, apprehend: