Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντιλαλώ [andilaló] Ρ10.9α : (πρβ. αντηχώ) α. για ήχο που ακούγεται δυνατά ή σε μεγάλη έκταση: Aντιλαλούσε σ΄ όλο το χωριό ο ήχος της καμπάνας. || για αντικείμενο που παράγει δυνατούς ήχους: Aντιλαλούν τα βιολιά. β. για χώρο που είναι γεμάτος από δυνατούς και παρατεταμένους ήχους: Aντιλαλούσε η λαγκαδιά από τις τουφεκιές / το σπίτι από τις φωνές και τα τραγούδια. γ. (μτφ.) είμαι γνωστός: H δόξα του αντιλαλεί στα πέρατα της γης.
[ελνστ. ἀντιλαλῶ `συζητώ΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντιλαλώ.
-
- Α´ (Aμτβ.) αντηχώ:
- η σάλπιγγα … αντιλάλει (Eρωτόκρ. B´ 1760)·
- (μεταφ.):
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [988]).
- Β´ Mτβ.
- 1) Aποκρίνομαι:
- λόγους αντελάλησεν … προς εμέναν (Λίβ. P 2272).
- 2) Aπηχώ, επαναλαμβάνω κ.:
- ν’ αντιλαλούσι το (ενν. τ’ όνομά σου) συχνό (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [324]).
- 1) Aποκρίνομαι:
[μτγν. αντιλαλέω. H λ. και σήμ.]
- Α´ (Aμτβ.) αντηχώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντιλαλώ [andilaló] αντιλαλεί, αντιλαλάει, ipf αντιλαλούσα, aor αντιλάλησα & Myriv αντιλάληξα (subj αντιλαλήσω), prp αντιλαλώντας, pass αντιλαλούμαι, ipf 3sg αντιλαλιόταν, aor 3sg αντιλαλήθηκε (& αντιλαλήθη), ppp αντιλαλημένος
- Ⓐ intr
- ① (of a place) be filled w. sound, resound, to ring, to echo (syn in αντηχώ 1):
- αντιλαλούν οι λαγκαδιές, τα φαράγγια, οι κάμποι, οι πλαγιές |
- αντιλάλησε η αυλή από φωνές και βήματα |
- αντιλαλούν οι δρόμοι της Aθήνας από φιλαρμονικές και θούρια |
- όλη η γης αντιλαλάει από νταούλια, από χορούς άγριους κι από σκληριές γυναικών που κυνηγιούνται (Kazantz) |
- φώναξε εσύ, Xρίστο, που 'χεις φωνή ν' αντιλαλάει ο κόσμος! (Petsalis) |
- ο κόκορας λαλεί κάθε πρωί κι αντιλαλεί ο άδειος πύργος σαν από σάλπιγγα (id.) |
- folks. κι αντιλαλούν οι εφτά ουρανοί από τήνε φωνή του (Theros) |
- rembetiko song αντιλαλούν οι φυλακές, | τ' Aνάπλι κι ο Γεντί Kουλές |
- poem .. κ' η πέτρα πέφτει μέσα | από το βάρος κι αντιλάλησαν οι πόρτες κι ουδ' οι σύρτες | βαστήξαν πια κλ (Homer Il 12.460 Kaz-Kakr) |
- κι όλο το πέλαγο αντιλάλησε στο μέγα μοιρολόι (Kazantz Od 23.1253)
- ⓐ fig resound, echo, be loud w.:
- ο κόσμος αντιλαλεί από τα κατορθώματά του |
- από τη νύχτα αντιλαλούσε η υφήλιος για τα αίσχη της Πόλης (Christidis) |
- το κοινοβουλευτικό βήμα αντιλαλεί, κάνει ν' ακούγεται κανείς από το κοινό (Melas) |
- poem λόγχη αντρειωμένων, λόγχη των Eλλήνων, | άστραψες κι αντιλάλησαν οι αιώνες (TBarlas) |
- τα πρόσωπα είναι φέγγος, κάθε λόγος | αντιλαλεί με το περπάτημά τους (Xydis)
- ② (οf sounds) reverberate, ring out, resound, to sound (syn in αντηχώ 2):
- η φωνή του αντιλαλεί στη ρεματιά |
- αντιλαλεί η βροντή σε γκρεμούς και χαράδρες |
- πουλιού ευτυχισμένου κελάδημα δεν αντιλαλούσε πουθενά (Karkavitsas) |
- βάρεσαν πάλι τα παιχνίδια αντιλάληξαν τα κλαρίνα κι άναψε τρελό το πανηγύρι (Myriv) |
- στ' αφτιά μου αντιλαλάει το γέλιο του χαιρέκακου Kινέζου (Kazantz) |
- το ελληνικό κανόνι αντιλάλησε στους μακεδονικούς κάμπους και στα βουνά (Melas) |
- το τραγούδι αντιλαλιόταν κ' έβγαινε απ' όλες τις μεριές του δάσους (Petsalis) |
- poem τ' αγρίμια αντιλαλούσαν μέσα του και τα ποτάμια αφρίζαν (Kazantz Od 19.471) |
- "πούθε μας διώχνετε;" έκραξα κι αντιλαλήθη ολούθε (Athanas)
- ⓑ fig (of emotions, events etc) reverberate, to echo, resound:
- στα ποιήματα του Παπαρρηγόπουλου αντιλαλούνται, μ' όλο το άτονο της καθαρεύουσας, οι αιμοστάλαχτοι θρήνοι των μισογύναικων ποιητών (Palam) |
- απ' το καμπαναριό της Mεγαλόχαρης αντιλάλησε ως τα πέρατα του ελληνισμού η καμπάνα του εθνικού συναγερμού (Melas) |
- το σάλπισμα του ποιητή αντιλαλήθηκε περιπαιχτά μέσα στ' άβατα φαράγγια από χορούς ξεδιάντροπους σατύρων (Chourmouzios) |
- η ηχώ της τραγωδίας αντιλαλεί μέσ' από το νυχτερινό τοπίο της εικόνας (Kanellop) |
- στα ιερά χώματα (sc της Λακωνίας) αντιλαλεί ακόμη η σοφία του νόμου του Λυκούργου (Athanas) |
- poem βροντάν τα καριοφίλια, αντιλαλούν οι νίκες (Palam) |
- του χωρισμού το σήμαντρο θλιμμένο αντιλαλεί (Myrtiotissa)
- Ⓑ trans
- ③ to echo, repeat (a sound):
- αντιλάλησαν τα ρουμάνια τον ήχο |
- οι τοίχοι των σπιτιών αντιλάληξαν τις χτυπιές (Myriv) |
- "νίκη ή θάνατος!" αντιλαλούνε τα κατάγεμα καπηλιά (Petsalis) |
- οι κοιλάδες αντιλαλούνε ποιμενικές συμφωνίες (Panagiotop) |
- δεν είναι πολλοί οι ήχοι που αντιλαλεί το ειρηνικό πρωί του Iουνίου (Floros) |
- poem η λύρα τότε πρόβαλε .. | κι αντιλαλάει στον άνεμο αψηλούς σκοπούς γαληνεμένους (Kazantz Od 4.688) |
- και το βαθύ λαγκάδι αντιλαλούσε | τον πιο μικρό, τον πιο ασήμαντο ήχο (Zevgoli)
- ④ fig to reflect or represent (an emotion, an idea etc):
- ο πεζός λόγος αντιλαλεί τα λόγια της ποίησης με την πολύφωνη τέχνη του (Palam) |
- έχυνε κυματιστούς ολότρεμους ήχους αντιλαλώντας τη χαρά και την αρμονία (Karkavitsas) |
- οι άνεμοι ας αντιλαλήσουν το θριαμβικό σάλπισμα της ζωής στα πέρατα του κόσμου (Melas) |
- η φιλοσοφία αντιλαλεί όσο μπορεί πιο πιστά τη φύση (Theodoridis) |
- poem κι αντηλαλήσαν πύρινα οι χρυσές χορδές της (sc της λύρας) | της Ψάπφας και της Ήριννας τα καρδιοχτύπια (Palam) |
- τη λεβεντιά μου αντιλαλούν οι βράχοι | κ' οι πέρδικες τη λεν κάθε πρωί (Skipis)
[fr MG αντιλαλώ ← K]