Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντιλήπτωρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αντιλήπτωρ ο.
  • Προστάτης, υπερασπιστής:
    • (Διγ. Gr. 3364).

[μτγν. ουσ. αντιλήπτωρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες