Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικόβω [andikóvo] & αντικόφτω [andikófto] Ρ4α αόρ. και αντέκοψα στη σημ. γ : α.(λαϊκότρ., λογοτ.) παρεμποδίζω: Bγήκαν μπροστά του δύο αρματωμένοι και του αντικόψανε το δρόμο. β. (λαϊκότρ., λογοτ.) επιβραδύνω: Δεν αντικόβεις λίγο το βήμα σου για να σε προφτάσω; γ. (λόγ., λαϊκότρ.) διακόπτω: Kαθώς μιλούσε ο πρωθυπουργός, τον αντέκοψε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να του θυμίσει τις προεκλογικές εξαγγελίες. Mη με αντικόβεις· πάψε κι άσε με να σου μιλήσω.
[-φτω: μσν. αντικόφτω < αρχ. ἀντικόπτω `φέρνω εμπόδιο΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το κόπτω > κόφτω· -βω: μεταπλ. κατά το κόφτω > κόβω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικόβω [andikóvo] ipf αντίκοβα, aor αντίκοψα (subj αντικόψω), pass αντικόβομαι
- ① stop, intercept, check, hold back (syn αντισκόβω 1):
- ~ την πορεία, το δρόμο κάποιου |
- τα παντζούρια θα αντίκοβαν τις σφαίρες |
- ο κάβος αντικόβει τη φόρα των κυμάτων (Bastias) |
- η μάνα έκανε να χυθεί έξω, όμως ο Πετρής άπλωσε το χέρι του και την αντίκοψε (Philippou) |
- poem η καρυδιά που πυκνοθόλωτη | το αψί αντικόβει μεσημέρι (Gryparis) |
- το κόκκινο αίμα που κυλάει παντού ποιος θ' αντικόψει |..; (Kostantis)
- ⓐ interrupt (e.g., s.o. talking), stop s.o. short (syn διακόπτω, αντισκόβω 1b):
- με αντίκοψε απότομα |
- ο υποπλοίαρχος αντίκοψε στεγνά τη βουρκωμένη λαλιά του νιου (Foteinos) |
- poem καμιά σπονδή δε θ' αντικόψει | το θριαμβευτικό παιάνα της χαράς (DDimitriadis)
- ② fig stop, check, arrest, thwart (syn αντισκόβω 2):
- κάποτε νόηση και βούληση αντικόβουν η μια την άλλη |
- κανένας δισταγμός δεν αντικόβει την ερευνητική προχώρηση (των σύγχρονων ερευνητών) (Georgoulis) |
- ο διασκορπισμός της ψυχής δεν αντικόβεται από ένα κρυφό νόημα (id.) |
- την αισθητική εμπειρία αντικόβει η τάση μας για γνώση (Papanoutsos) |
- σε παλαιότερα στάδια της τέχνης καμιά "σοφία" δεν αντίκοβε την εκφραστική ορμή του καλλιτέχνη (id.)
[fr MG *αντικόβω ← AG, K ἀντικόπτω (for stem in -β- s. κόβω]
- ① stop, intercept, check, hold back (syn αντισκόβω 1):