Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρύζω [andikrízo] aor αντίκρυσα, mediop αντικρύζομαι, aor αντικρύστηκα (subj αντικρυσθώ & αντικρυστώ)
- ① be across, be opposite, face:
- η γραμμή αντίκρυζε τη δύση |
- το Γκόλικο, η τελευταία κορυφή του Λουτζερίσε, αντικρύζει το Σεντέλι (Terzakis)
- ② fig come face-to-face w., confront, meet, face (syn αντιμετωπίζω, syn phr έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο):
- ~ την αλήθεια, το θάνατο, το θεό, τον κίνδυνο |
- ο κόσμος που αντικρύζουν οι νέοι |
- οι άνθρωποι πασχίζουν ν' αντικρύσουν το αύριο |
- αντικρυστήκαμε, αλλά έκανε πως δεν με πρόσεξε |
- δεν μπορώ να αντικρύσω αυτή τη γυναίκα |
- πώς ν' αντικρύσεις τα υψηλά και απρόσιτα προπύλαια του ναού της επιστήμης χωρίς να πανικοβληθείς; (Papanoutsos) |
- σε λίγο ο κατηγορούμενος θ' αντικρύσει τους κριτές του (Bastias) |
- ο ελληνικός λαός αντίκρυσε αρκετές φορές αυτό που λένε "το τέλος ενός κόσμου" (Theotokas) |
- poem γι αυτό τον Aχιλλέα στον πόλεμο κανείς δεν αντικρύζει· | κάποιο θεό έχει τούτος δίπλα του και τον γλιτώνει πάντα (Homer Il 20.97 Kaz-Kakr) |
- στο φως θανάτωσέ με! όμοιος ο Aίαντας | μορφή του Oλύμπου, αντίκρυσε τη μοίρα (Sikel) |
- χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν' αντικρύσετε τον ήλιο, | χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν' αντικρύσετε τον άνθρωπο (Seferis)
- ③ set eyes on, see (syn βλέπω, κοιτάζω):
- αντικρύζει από μακριά τα τείχη |
- από το μπαλκόνι αντίκρυζα το Φάληρο |
- αντίκρυσα για πρώτη φορά τον Eιρηνικό |
- πολύ συχνά πεθαίνει κανείς χωρίς ποτέ του ν' αντικρύσει φως (Melas) |
- ο νους αρνιόταν να συλλάβει κείνο που αντίκρυζαν τα μάτια (Sotiriou) |
- ο Λεονάρντο δεν είχε ποτέ του αντικρύσει τα έργα της γλυπτικής της γοτθικής Γαλλίας (Kanellop) |
- η ψυχή έχει αντικρύσει, σε προηγούμενες περιόδους, τα ιδεώδη πρότυπα των πραγμάτων (Lambridi) |
- με το εμπόριο δημιουργούνται σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που ποτέ ο ένας δεν αντίκρυσε τον άλλον (Theodorakop) |
- οι Έλληνες μείναν έκπληκτοι μπρος στο λαμπρό πολιτισμό που αντίκρυσαν στη Φερράρα και στη Φλωρεντία (Vacalop) |
- poem του ομηρικού ζωγραφιά θείου Λαερτιάδη | στης φαντασίας μου σ' ~ τη στοά (Palam) |
- μα ως η φωτιά μες στη φωτιά, το κύμα μες στο κύμα | σε μιαν αντίκρυσε ψυχήν ό,τι η ψυχή αποθύμα (Sikel)
- ④ look at, view, consider:
- ο τρόπος που αντικρύζουμε τον κόσμο |
- ~ κάτι με κατανόηση, με σατιρική διάθεση |
- αντίκρυζε το πρόβλημα πλατιά |
- αντίκρυσα τα ποιήματά του με απορία |
- ο Σολωμός αντικρύζει τον αγώνα του '21 σαν ένα εργαστήρι όπου χαλκεύτηκε η ελευθερία (Tsatsos) |
- ο Kαντ δεν αντίκρυσε τον άνθρωπο σαν άτομο ελεύθερο και αυτόνομο (Papanoutsos) |
- για τον Πόε, η αιώνια ομορφιά μπορεί ν' αντικρυσθεί μόνο μέσ' από τον εφιάλτη του θανάτου (Chatzinis) |
- έρχεται η στιγμή που ~ όλες τις μορφές του στοχασμού σαν κοινούς τόπους (Panagiotop) |
- οι Tούρκοι σουλτάνοι αντίκρυσαν τις κοινότητες σαν ένα όργανο για την είσπραξη των φόρων (Vacalop) |
- ο Kαζαντζάκης αντικρύζει τον τόπο όπου ταξιδεύει ανάμεσα από τους ανθρώπους που τον κατοικούν (Sachinis) |
- poem και τον Aινεία, που οι Tρώες αντίκρυζαν ίδια θεό, κι ακόμα | τον Πόλυβο και τον Aκάμαντα με τη θεϊκιά του νιότη (Homer Il 11.58 Kaz-Kakr)
[fr MG *αντικρύζω, der of αντικρύ]
- ① be across, be opposite, face: