Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικρούω [andikrúo] -ομαι Ρ αόρ. αντέκρουσα, απαρέμφ. αντικρούσει, παθ. αόρ. αντικρούστηκα, απαρέμφ. αντικρουστεί : αντιμετωπίζω με επιτυχία κτ. ανασκευάζοντάς το: ~ τις κατηγορίες κάποιου / τους ισχυρισμούς του κατηγόρου. Οι συκοφαντίες δεν αντικρούονται εύκολα.
[λόγ. < αρχ. ἀντικρούω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρούω [andikrúo] ipf αντέκρουα, aor αντέκρουσα & αντίκρουσα (subj αντικρούσω), mediop αντικρούομαι, aor αντικρούστηκα (subj αντικρουσθώ & αντικρουστώ)
- ① beat back, repel, repulse, parry (syn αποκρούω, απωθώ):
- οι πολιορκούμενοι είχαν άμεσο σκοπό ν' αντικρούσουν τους Tούρκους (Vacalop)
- ⓐ mi αντικρούομαι meet and hit together, clash:
- poem κ' έφτανε ψηλά στα ουράνια ο βρόντος | απ' τα σκουτάρια που αντικρούγονταν, τα φουντωτά τα κράνη (Homer Il 12.339 Kaz-Kakr)
- ⓑ mi αντικρούομαι to engage in conflict, to clash:
- θέλεις να γδικηθείς τον Σκελετόβραχο επειδής αντικρουστήκατε και σε νίκησε (Vlami)
- ② intr raise objections, object:
- ο Tρικούπης συνήθιζε να ακούει τους φίλους του προσεχτικά χωρίς να αντικρούει (Pallis) |
- δουλειά των γραφειοκρατών δεν είναι να εμβαθύνουν αλλά να αντικρούουν (PSolomos)
- ⓒ trans oppose by argument, rebut:
- ~ τους αντιπάλους μου |
- ~ τους οπαδούς μιας θεωρίας |
- με αντέκρουσε με πάθος |
- όσοι αμφισβήτησαν την πατρότητα του έργου αντικρούονταν (Kanellop) |
- το 2ο αιώνα οι απολογητές έπρεπε να αντικρούσουν τους εκπροσώπους των αρχαίων θρησκειών (Tatakis) |
- δεν μπορείς να αντικρούσεις το τετραγωνικό αυτό πνεύμα στο πρακτικό επίπεδο των ζητημάτων της πολιτείας (Theotokas) |
- όταν μιλά το ομαδικό ένστικτο, καμιά διαλεκτική δεν μπορεί να το αντικρούσει (id.)
- ⓓ go against, oppose:
- η θεωρία της συμπεριφοράς αντικρούει τη βασική αντίληψη της παραδοσιακής ψυχολογίας (Dizikirikis) |
- ο Δον Kιχώτης αρνείται επίμονα να πιστέψει ό,τι αντικρούει τη χίμαιρά του (Ouranis) |
- ο ατελείωτος δρόμος προς την ενότητα αντικρούεται σε κάθε βήμα από την πραγματικότητα (Lambridi)
- ③ refute (a theory etc):
- ~ μια άποψη, γνώμη, θεωρία |
- ~ ένα συλλογισμό |
- οι γείτονες αντικρούουν τις ελληνικές θέσεις με δικό τους τρόπο |
- οι φαινομενολόγοι αντικρούουν την καντιανή ηθική |
- το ένα φιλοσοφικό σύστημα αντικρούει το άλλο |
- οι θέσεις των φιλοσόφων πολλές φορές αντικρούονται the philosophers' positions frequently refute one another |
- ο Γρηγόριος αντέκρουσε με ορμή τα αιρετικά δόγματα του Aπολιναρίου (Tatakis) |
- οι παραδοξολογίες του Zήνωνα δεν κατορθώθηκε ν' αντικρουστούν λογικά ως τώρα (Lambridi) |
- είναι πολύ πιθανόν οι καταλήξεις μας αύριο κιόλας ν' αντικρουσθούν (Thrylos)
- ⓔ refute, rebut (a charge etc):
- ~ κατηγορίες, κρίσεις |
- πρόθεσή μου δεν είναι να αντικρούσω τις αντιρρήσεις τους |
- ο Kαζαντζάκης αντίκρουσε την επίκριση που απευθύνθηκε στο μαλλιαρισμό του υιοθετώντας την (Prevelakis) |
- αντέκρουα τα παράπονα και τις σκηνές της Kαίτης με ευτελέστατα τερτίπια (Karagatsis)
[fr kath αντικρούω ← K, AG]
- ① beat back, repel, repulse, parry (syn αποκρούω, απωθώ):