Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρουόμενος, -η, -ο [andikruómenos] (L) usu pl
- conflicting, incompatible:
- αντικρουόμενες απόψεις, θέσεις, γνώμες |
- αντικρουόμενα συμφέροντα |
- η πρόταση θεωρήθηκε αντικρουόμενη με την απόφαση του NATO |
- αντικρουόμενα στοιχεία συμμετοχής στην απεργία |
- οι αντικρουόμενες εκφράσεις του Πλάτωνα για την τέχνη |
- ο Ίωνας Δραγούμης, ένας εξαίσιος, όλο αντικρουόμενες δυνάμεις και υψηλές ανησυχίες ανθρώπινος τύπος (Kazantz) |
- στα τελευταία εκατό χρόνια είχαμε τουλάχιστο τρεις ριζικά διαφορετικές και αντικρουόμενες θεωρίες για τη φύση του φωτός (Lambridi) |
- στο έργο του Nτοστογιέβσκι βρίσκουμε εκφρασμένη μια μεγάλη ποικιλία αντικρουόμενων και αντιφατικών συναισθηματικών καταστάσεων (Mourelos)
[prpp of αντικρούω]
- conflicting, incompatible: