Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικριστός -ή -ό [andikristós] Ε1 : (ιδ. για δύο πρόσ. ή πργ.) που το καθένα βρίσκεται απέναντι στο άλλο: Aντικριστά μπαλκόνια / παράθυρα. ~ χορός, που χορεύεται από αντικριστό ζευγάρι.
αντικριστά ΕΠIΡΡ. [αντικρισ- (αντικρίζω) -τός]