Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικρινός -ή -ό [andikrinós] Ε1 : που βρίσκεται απέναντι από κτ. ή κπ. άλλο: Tον παρακολουθούσε από το αντικρινό παράθυρο. Φωτιά στο αντικρινό βουνό. || (ως ουσ.) ο αντικρινός, αυτός που βρίσκεται, κατοικεί κτλ. απέναντι από κπ. άλλο.
[λόγ. αντίκρ(υ) -ινός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρινός1 [andikrinós] ο,
- the one opposite, the one across (syn ο απέναντι):
- γύρισε προς τον αντικρινό του |
- φυλάγαμε να δούμε τι θα κάναν οι αντικρινοί (Vlachogiannis) |
- έφυγε ο ~, έφυγε ο διπλανός, έφυγε το απάνω διαμέρισμα, έφυγε το κάτω (Palaiologos)
[substantiv. m of αντικρινός2]
- the one opposite, the one across (syn ο απέναντι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικρινός2, -ή, -ό [andikrinós]
- opposite, facing, being across (syn αγνάντιος):
- ~ δρόμος, λόφος, τοίχος |
- ~ γείτονας, μπακάλης, ταβερνιάρης |
- αντικρινή μεριά, οροσειρά, όχθη, στεριά |
- η αντικρινή Kέρκυρα |
- αντικρινό πεζοδρόμιο, σπίτι, τραπέζι |
- έκανε πανιά για τ' αντικρινό νησί |
- καμπάνες, εμβατήρια καλέσματα από τ' αντικρινά ακρογιάλια, γράμματα γεμάτα λαχτάρες (Panagiotop) |
- οι αριστοκράτες διατηρούσαν πνευματικές σχέσεις με τις αντικρινές τους ιταλικές πολιτείες (Ouranis) |
- οι ψαράδες ζούσαν κυνηγώντας κρυφά το ψάρι στα νερά της αντικρινής ανατολής (Venezis) |
- poem κι όλα στ' αντικρινό το περιβόλι | θ' ανατριχιάσουν, άνθρωποι και κλώνοι (Palam)
[fr LMG (Somavera) αντικρινός, der of αντίκρυ w. suff -ινός]
- opposite, facing, being across (syn αγνάντιος):