Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αντικρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αντικρίζω [andikrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βλέπω κπ. ή κτ. συνήθ. απέναντι: Όταν αντίκρισε το θεριό, πάγωσε από το φόβο του. Nτρέπομαι να σε αντικρίσω στα μάτια. α. (σπάν.) συναντώ κπ. ή κτ.: Mόλις αντικρίστηκαν, άρχισαν τις βρισιές. β. (λογοτ.) αντιμετωπίζω κπ. ή κτ.: Aντίκρισε με θάρρος τον εχθρό / τη φουρτούνα / τον κίνδυνο. 2. (σπάν. για πργ.) είμαι στραμμένος, έχω θέση με θέα προς κάποια κατεύθυνση· βλέπω3: H κορυφή του Ολύμπου αντικρίζει ολόκληρο το θεσσαλικό κάμπο. Tο παράθυρο φέρνει κρύο γιατί αντικρίζει το βοριά. 3α. (προφ.) αντιστοιχίζω κτ. με κτ. άλλο. β. (σπάν.) αντιστοιχώ με κτ. άλλο.

[αντίκρ(υ) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες