Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικοινοβουλευτικός -ή -ό [andikinovuleftikós] Ε1 : α.που είναι εχθρικός προς τον κοινοβουλευτισμό: Διάδοση αντικοινοβουλευτικών ιδεών / θεωριών / θέσεων / απόψεων από φασιστικά στοιχεία. β. που είναι ασύμφωνος με ό,τι ο κοινοβουλευτισμός επιβάλλει: H απουσία των βουλευτών από τις συνεδριάσεις της βουλής είναι πράξη αντικοινοβουλευτική.
αντικοινοβουλευτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + κοινοβουλευτικός μτφρδ. γαλλ. antipar lamentaire (anti- = αντι-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικοινοβουλευτικός, -ή, -ό [andicinovuleftikós] (L)
- ① opposing parliamentarianism, antiparliamentarist
- ② contrary to parliamentary practice, unparliamentary (ant κοινοβουλευτικός):
- η ενέργεια του υπουργού είναι αντικοινοβουλευτική
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικοινοβουλευτικός, cpd w. kath κοινοβουλευτικός]