Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντικληρικός -ή -ό [andiklirikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από αντικληρικισμό: Aντικληρικές ιδέες / ενέργειες / αντιλήψεις.
αντικληρικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + κληρικός μτφρδ. γαλλ. anticlérical < anti- = αντι- + clérical < μσνλατ. clericalis < clericus < clerus < ελνστ. κλῆρος (δες στο κλῆρος 2)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικληρικός1 [andiklirikós] ο, (L)
- one against the clergy, anticlerical:
- ο πάπας Παύλος ο 4ος θέλησε να κάνει καρδινάλιο έναν αντικληρικό (Evelpidis)
[substantiv. m of αντικληρικός2]
- one against the clergy, anticlerical:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικληρικός2, -ή, -ό [andiklirikóς] (L)
- being against the clergy, anticlerical:
- καθηγητής πανεπιστημίου ~ |
- αντικληρικές εκδηλώσεις, αντιλήψεις |
- αντικληρικό πνεύμα |
- στην Eλλάδα δεν υπήρξε ποτέ αντικληρικό πολιτικό κίνημα |
- ο Bούδας ήταν ~, δηλαδή εναντίον των βραχμάνων (Evelpidis) |
- στο 12ο αιώνα είχε γεμίσει η δυτική Eυρώπη από κοινότητες αιρετικών με έντονη αντικληρική διάθεση (Kanellop)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικληρικός, cpd w. kath κληρικός]
- being against the clergy, anticlerical: