Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντικειμενοποιώ [andicimenopió] αντικειμενοποιείς, aor subj αντικειμενοποιήσω, mi αντικειμενοποιούμαι, aor subj αντικειμενοποιηθώ (L) philos
- objectify, reify (syn αντικειμενικοποιώ 1, αντικειμενικεύω, εξαντικειμενικεύω, kath εξαντικειμενώ):
- ο αληθινός καλλιτέχνης αντικειμενοποιεί το εγώ του |
- τα σύμβολα είναι τα μέσα που μεταχειρίστηκεν ο νους για να αντικειμενοποιηθεί (Tatakis) |
- η γνώση απλώνεται μόνο έως εκεί που το ον αντικειμενοποιείται, γίνεται αντικείμενο για ένα υποκείμενο, (Papanoutsos) |
- λίγα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας κατάφεραν να αντικειμενοποιήσουν αισθητικά ένα τόσο μεγάλο νόημα σαν κι αυτό που εκφράζει ο "Δον Kιχώτης" (Kanellop) |
- όταν η πρόζα έχει μιλήσει για το υποκείμενο, πρώτο της έργο είναι να το αντικειμενοποιήσει (Dimaras)
[fr kath (neol Koumanoudis) αντικειμενοποιώ, cpd w. ποιώ]
- objectify, reify (syn αντικειμενικοποιώ 1, αντικειμενικεύω, εξαντικειμενικεύω, kath εξαντικειμενώ):